Γεώργιος Φωτόπουλος: Η ομαλή μετάπτωση από την ηρεμία στην αντιμετώπιση Εκτάκτων Αναγκών-Συμφορών

0
131

Για τη λύση των προβλημάτων συνηθίζεται να λέγεται ότι:

«Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός».

 

Όμως στην περίπτωση της αντιμετώπισης Συμφορών η αρχή είναι το παν. Είναι η πρόληψη, καθ’ ότι, αν η συμφορά κερδίσει τον παράγοντα χρόνο, γίνεται ανεξέλεγκτη.

Είναι η οργάνωση, η προπαρασκευή και κινητοποίηση στον κατάλληλο χρόνο των συναρμοδίων φορέων, για την ομαλή μετάπτωση από την κατάσταση της ηρεμίας στην τοιαύτη της αντιμετώπισης της Συμφοράς.

Για να αντιληφθούμε τη σοβαρότητα του προβλήματος, παραθέτω μία από τις πολλές περιπέτειές μου κατά τη μαθητική μου ζωή, λόγω κλιματικής κρίσης. Φέρω στην επιφάνεια την πλέον επικίνδυνη περιπέτεια. Και τούτο επειδή στο χρόνο που διανύουμε, πληττόμεθα ταυτόχρονα από πολλές Συμφορές, πληττόμεθα από συμπλέουσες Έκτακτες Ανάγκες, οι οποίες δυσκολεύουν την πρόοδον και ευημερίαν στον τόπο μας και στη Χώρα μας γενικώτερον.

Έτος 1955, μαθητές στο Γυμνάσιο Αροανίας-Σωποτού από τα χωριά μας Καμενιάνους και Δροβολοβό ο γράφων, ο Χρήστος Καλογερόπουλος του Βασιλείου, ο Δημήτριος Παναγόπουλος, ο Θανάσης Βαχλιώτης, ο Θεόδωρος Σταθόπουλος ή Σπέντζος, και ο Μιχάλης Παπασπυρόπουλος. Πέραν των προαναφερομένων, στους Καμενιάνους έμεναν στο σπίτι της θείας τους, στο σπίτι της Βασιλάκαινας Ανδρουτσοπούλου, δύο μαθητές από το Καλλιφώνιον Αδραχτάς Κων/νος και Αδραχτάς Γεώργιος, παιδιά του Παπαντώνη. Ήσαν και αυτοί μαθητές του Γυμνασίου Αροανίας. 

Πολλές φορές εκινδυνεύσαμε να πνιγούμε στον Τριβάδιον ή Ελουκόν Ποταμόν, αλλά και εις το κοινόν ρέμα των Χειμάρρων Καμενιάνων-Δροβολοβού-Δεσινού. Η μοναδική γέφυρα, που υπήρχε στον Τριβάδιον ή Ελουκόν Ποταμόν, ήταν στα όρια των Κοινοτήτων Λεχουρίου, Λειβαρτζίου, στην καμπή της αμαξιτής οδού προς Λειβαρτζινό-Τριπόταμα. Πέραν των προαναφερομένων κινδύνων ένα φθινόπωρο εκινδυνεύσαμε να πνιγούμε μέσα εις τον Αγριδέϊκον Κάμπον στην περιοχή Μύλος και μας έσωσε ο Δημήτριος Ζαφειρόπουλος ή Καλύβας από το Αγρίδι Καλαβρύτων, ο οποίος εγνώριζε τον τόπον και μας οδήγησε πέραν από την επικίνδυνη περιοχή. Στη συνέχεια ετύχαμε φιλοξενίας στην έπαυλη Δημητρίου Παναγοπούλου ή Νταμούρα μέχρι που κόπασαν τα ποτάμια και οδεύσαμε προς τα χωριά μας.

Και τώρα έρχομαι στην πλέον επικίνδυνη προσωπική μου περιπέτειαν:

Πρόσφατα, μόλις προχθές, έκανα μία σύντομη αναδίφηση του μαθητικού μου ημερολογίου. Την προσοχή μου τράβηξε η ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 1955.

Ημέρα σημαδιακή, εύκολα ανακαλούμενη από το ατομικόν μου ασυνείδητον, για να μην ειπώ από το υποσυνείδητον.

Ήταν η ημέρα που εκοιμήθη εν Κυρίω ο Αχιλλέας ο Χόρμπας από το Λειβάρτζι, ο γνωστός ως Αχιλλέας του Στέργιου, γιατί αυτό ήταν το όνομα του πατέρα του.

Το απόγευμα προς το βράδυ επιβιβάστηκα στην Αροανία – Σωποτό σε ένα λεωφορείο του Κοκώση από τη Χαλανδρίτσα, στο οποίο εισπράκτορας ήταν ένας καλοσυνάτος κύριος, ο γνωστός ως Πενηντάρης. Αν αυτό ήταν το επώνυμόν του ή το προσεπώνυμόν του δεν το γνωρίζω.   

Εκείνο όμως, που ενθυμούμεθα οι περισσότεροι μαθητές του Γυμνασίου Αροανίας, ήταν ότι όταν ταξιδεύαμε με το συγκεκριμένο λεωφορείο των είκοσι-τριών θέσεων (γουρνίτσα), ο εισπράκτορας Πενηντάρης δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές.

Περιττόν βέβαια να επισημάνω ότι τότε η δωρεάν μεταφορά των μαθητών με μέριμνα της Πολιτείας, ήταν άγνωστη.

Το υπερσύγχρονο αυτό λεωφορείον της εποχής εκείνης (γουρνίτσα) υπέστη βλάβη στις καστανιές κάτω από το Αγρίδι. Καθυστέρησαν να το επισκευάσουν.

Προς τούτο μας έπιασε το πρωτοσκότι. Όταν φθάσαμε στον Καλογερικό Μύλο, από υπερβάλλοντα εφηβικόν εγωϊσμόν δεν αποδέχτηκα την πρόταση του Γιάννη του Μπρικόλια από το Σωποτό, και της συζύγου του Μαρίας, αδελφής του μεταστάντος Αχιλλέα. Μου πρότειναν να συνεχίσω το ταξίδι και να φιλοξενηθώ στο Λειβάρτζι το βράδυ εκείνο.

«Εμείς ξέρεις που πάμε», μου είπε ο αείμνηστος Μπρικόλιας. «Εσύ όμως δεν έχεις καμμία δουλειά με την υπόθεση αυτή, θα έρθεις στο Λειβάρτζι, θα φας, θα κοιμηθείς και το πρωί θα μπεις στο λεωφορείο, να πας στο σχολείο σου».  

«Όχι μπάρμπα» του είπα, «με περιμένουν εδώ στη στάση στον Καλογερικό Μύλο» και ρίχτηκα βιαστικά στο πρανές κάτω από το δρόμο, ανάβοντας το φακό, ο οποίος ουδέποτε έλλειπε από την τσάντα μου.

Σημειωτέον ότι η οικογένεια Μπρικόλια ήταν φίλη της οικογενείας μας, πέραν ότι το ζεύγος Μπρικόλια ήσαν γονείς της συμμαθήτριάς μου της Αγαθής.

Πλησίασα το ποτάμι είδα ότι τα πράγματα ήσαν πολύ πιο δύσκολα απ’ ότι τα περίμενα.

Φαίνεται πως ο Ζέμπης, το Ελαφόβουνο ο Καψαλός, η Καπρίβαινα, η Ζαχαριά, ο Ταβαδούρος ο Ελατάκος, ο Κάκαβος, η Φτερίνα είχαν συμφωνήσει να κατεβούν στο Μαντζίνο και να μεταβάλουν την περιοχή σε μια απέραντη λίμνη.

Πέρασα τους μακρούς χειμαρρίσκους με σχετική ευκολία και έφτασα στο κυρίως ποτάμι. «Τώρα σε θέλω κάβουρα πως τα πηδάν τα κάρβουνα».

Τρία πάτερα το ένα δίπλα στο άλλο, πάνω στα οποία υποτίθεται ότι έφτιαχναν γεφύρι με καλαμιές, προκειμένου να περνούν τα αιγοπρόβατα κάτω από καλές συνθήκες, όχι όμως με τέτοιες θεομηνίες. Τα πάτερα αυτά είχαν σχεδόν καλυφθεί από τα χειμαρρικά φαινόμενα.

Κάθισα για λίγο επάνω σε μια αποκοπή από πλάτανο και σιγουρεύτηκα, στο μέτρο που μπορούσα, πως εκεί δεν θα με έφτανε το ποτάμι.

Βροχή, δυνατός αέρας, αστραπόβροντα. Τα ποτάμια εβούϊζαν, το καθένα με το δικό του το κέφι και το ρυθμό.

Παρατίθενται φωτογραφίες κατά τον χρόνον πλημμυρών, στην κοιλάδα του Τριβαδίου ή Ελουκού ποταμού.

 

Αλήθεια, σκέφτηκα, προς τι αυτή η φυσική διαταραχή; Μέσα σε τούτον εδώ τον τόπον τις ήσυχες ημέρες περπατούσα ανέμελα και άκουγα τα κελαηδήματα των κάθε λογής πουλιών. Τώρα κατάλαβα, δεν είναι ο κανόνας, είναι η εξαίρεση, θα περάσει σε λίγη ώρα. Θυμήθηκα βέβαια πως μέσα σε τούτο το ποτάμι, πριν από μισόν περίπου αιώνα είχε περπατήσει τη νύκτα ο παππούς μου μαζί με το φίλο του Κώστα Κυριακόπουλο ή Κοντοκώστα.

Μα γιατί να φοβηθώ, σκέφτηκα, αυτός που έφτιαξε τη νύχτα έφτιαξε και την ημέρα. Ο ίδιος έφτιαξε τη φουρτούνα, ο ίδιος έφτιαξε και τη γαλήνη.

Εκεί βλέπει ο άνθρωπος την προσωρινή διαταραχή της φυσικής τάξης, η οποία ως εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα. Βλέπει το πανόραμα, το μεγαλείον της δημιουργίας.

Μέσα στην αγριότητα, όπως προανέφερα, σχίζουν το έρεβος πολυσχιδείς κεραυνοί. Είναι το προμήνυμα προς το καλλίτερο. Η ώρα περνάει το πρωτοσκότι μαλακώνει και τα πάτερα φαίνονται χωρίς φακό, τον οποίον άλλωστε είχα σβήσει, για να μη μου κάψουν (αποφορτίσουν) τις μπαταρίες οι κεραυνοί.

Τα ποτάμια άρχισαν και αυτά να πέφτουν, να γίνονται περισσότερον προσιτά.

Η βροχή σταμάτησε και, απ’ όσο μπορούσα να εκτιμήσω τη συμπεριφορά των φαινομένων, δεν διαφαινόταν κίνδυνος να φουσκώσει ξανά το ποτάμι.

Η νύχτα κύλησε και η άγρια φύση άρχισε να ησυχάζει, γιατί και αυτή φαίνεται πως κουράστηκε, «να φοβερίζει τον εαυτόν της».

Εφώτισε κάποια ώρα ο Θεός την ημέρα και με το πρώτο φως βρέθηκα στη Μεγάλη Βρύση, όπου είχαμε επαγγελματική εγκατάσταση (ποιμνιοστάσιο κ.λπ.).

Επήρα για πρωϊνό, ένα ζεστόν τραχανά και πάλι το πισάχναρο για Καλογερικό Μύλο. Εμπήκα στο ίδιο λεωφορείο, το οποίον διανυκτέρευσε στο Λειβάρτζι, και όδευσα για Σωποτό.

«Πάλι εδώ»; μου λέει ο Πενηντάρης.

«Ναι» του απαντώ, «αφού δεν φιλοξενήθηκα στην Αλφειούσα…..;»

Το επόμενον έτος 1956 – με προτροπή του Γεωργίου Καλογεροπούλου, γνωστού με το υποκοριστικό Γάκου και με παρέμβαση του Πανάγου Αθανασοπούλου ή Πεταλά από τους Καμενιάνους, του Προέδρου της Κοινότητος Αροανίας Πάϊκου Οικονομοπούλου και του Προέδρου της Κοινότητος Καμενιάνων Ανδρέου Κυριακοπούλου στον τότε Υπουργόν Βορείου Ελλάδος Βασίλειον Παπαρρηγόπουλον – έγινε η δεύτερη γέφυρα του Τριβαδίου ή Ελουκού ποταμού. Η γέφυρα έγινε στη συμβολή των χειμάρρων Καμενιάνων-Δροβολοβού, Δεσινού, Ανάστασης, Αροανίας και Αγριδίου.

Η κατασκευή της συγκεκριμένης γέφυρας έλυσε πλείστα όσα προβλήματα, όμως η αντοχή της χρήζει επανεξέτασης, καθ’ ότι:

α. Τα υψώματα που περιβάλλουν την κοιλάδα περί τον Τριβάδιον Ποταμόν έχουν υψόμετρο επάνω από 1.500 μέτρα.

β. Είναι πλούσια σε κρημνώδεις χαράδρες.

γ. Είναι σχεδόν κάθετα και τα εδάφη τους είναι επισφαλή, ευεπίφορα για σωρηδόν μετατοπίσεις γήινων και λοιπών υλικών.

Παρατίθενται φωτογραφίες.

 

 

 

 

 

 

Ένα από τα υψώματα που περιβάλλουν τη λεκάνη περί τον Τριβάδιον ή Ελούκον Ποταμόν είναι το ύψωμα Κάκαβος υψόμετρον 1.557 μ. επάνω από το χωριό μας, από τους Καμενιάνους. 

Παρατίθεται φωτογραφία του χωριού μας Καμενιάνοι και του υψώματος Κάκαβος υπεράνω του χωριού.

δ. Ο χώρος, όπου ευρίσκεται η γέφυρα, είναι τέτοιος, ώστε τα χειμαρρικά φαινόμενα και τα καθοδικά ρεύματα να δημιουργούν τεράστιες πιέσεις. 

Παρατίθενται φωτογραφίες της γέφυρας σε χρόνο πλημμύρας.

ε. Η γέφυρα πιθανόν να κατασκευάστηκε προς εξυπηρέτηση των τότε αναγκών, ήτοι: για διέλευση ελαφρών οχημάτων. 

στ. Τώρα οι συνθήκες ζωής στον τόπον μας έχουν αλλάξει άρδην (= συχνή διέλευση οχημάτων, των οποίων πολλά βαρέα). Ασφαλώς και αυτό είναι υπόθεση των ειδικών και όχι του παντός. 

  Οι ανωτέρω ενέργειες συμπεριλαμβάνονται στην οργάνωση και προπαρασκευή, προς αντιμετώπιση ενδεχομένης Συμφοράς.

Εν κατακλείδι όλες οι προαναφερόμενες περιπέτειες, όλες οι διακινδυνεύσεις στην προσπάθεια των γονέων μας, των δασκάλων και καθηγητών μας, αλλά και ημών των ιδίων, προς καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, ο οποίος εμάστιζε τον τόπον μας.  

* Σημείωση: 

Η Αλφειούσα, για όποιον τυχόν δεν είναι πρόχειρος, είναι η θαλάσσια περιοχή, όπου εκβάλλει ο Αλφειός Ποταμός, με τον οποίον συμβάλλει κάπου στο Βασιλάκι Ολυμπίας και το ποτάμι για το οποίον μέχρι τώρα έκανα λόγον, καθ’ ότι αποτελεί ένα από τα τρία ποτάμια του Ερυμάνθου ποταμού. 

Φωτόπουλος Δ. Γεώργιος – Γεωργάκης

Εκ Μεγάλης Βρύσης Καμενιάνων Καλαβρύτων

Καμενιάνοι 21 Σεπτεμβρίου 2024