Αγαπητοί συμπατριώτες και φίλοι, μόλις πληροφορήθηκα απο την Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων, από το περιβάλλον του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη κ. Ιερώνυμου, ότι ολοκληρώθηκε η Συνεδρίαση τις Οικουμενικής Συνόδου του Πατριαρχείου, όπου αποφασίστηκε η Αγιοκατάταξη του εξ Άρμπουνα Καλαβρύτων Αοίδιμου Μοναχού Χριστόφορου Παναγιωτόπουλου του επονομαζόμενου Παπουλάκου.
Το μεγαλειώδες αυτό γεγονός για το χωριό μας, την επαρχία μας, την Ορθοδοξία, αποτελεί δικαίωση πολύχρονων προσπαθειών της Πολιτιστικής μας Ένωσης και της Τοπικής μας Ενότητας, οι οποίες είχαν την υποστήριξη της ευρύτερης Καλαβρυτινής κοινότητας και όχι μόνο. Από καρδιάς θέλω να ευχαριστήσω το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας για τις άοκνες προσπάθειες τις οποίες κατέβαλε για αυτή την ιστορική απόφαση. Όταν πληροφορηθούμε τις τεκμηριωμένες και λεπτομερείς ανακοινώσεις των Εκκλησιαστικών παραγοντων θα επανέλθουμε με νέα ανακοίνωση.
Ας ηχήσουν οι καμπάνες του χωριού μας. Ξημερώνει μια πολύ όμορφη ήμερα.
Αθανάσιος Νασιόπουλος
Χριστόφορος Παπουλάκος
Ο Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος, γνωστός ως Παπουλάκος (Άρμπουνας Αχαΐας, 1770 – Άνδρος, 18 Ιανουαρίου 1861) ήταν Έλληνας Ορθόδοξος μοναχός και κήρυκας.
Ο Παπουλάκος, ο οποίος απέκτησε πλήθος οπαδών, ακόμη και φανατικών, κήρυττε την πίστη στις παραδοσιακές χριστιανικές ορθόδοξες αξίες, την ανυπακοή στους Βαυαρούς και τις πρακτικές τους (όπως η εισαγωγή γαλλικών και γερμανικών κρατικών θεσμών στην ελληνική πραγματικότητα), κατήγγειλε την απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και καυτηρίαζε τις δυτικές επιρροές και την ανενόχλητη δραστηριότητα ξένων ιεραποστόλων στην Ελλάδα. Έτσι, βρέθηκε αντιμέτωπος με την επίσημη κρατική εξουσία καθώς και με διανοούμενους όπως ο κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης.
Η κληρονομιά του παραμένει αμφιλεγόμενη μέχρι σήμερα: «Για το κράτος ήταν αγύρτης. Για την επίσημη Εκκλησία απόβλητος. Για τις φτωχές αγροτικές και ναυτικές μάζες άγιος και προφήτης».
Με επίσημη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος θεωρείται Αὐτοχειροτόνητος κῆρυξ, ἡ δέ διδασκαλία του «παράνομος καί ἄκυρος».
Βιογραφία
Γεννήθηκε το 1770 στο χωριό Άρμπουνας της Επαρχίας Καλαβρύτων του Νομού Αχαΐας ως Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος και αρχικά εργαζόταν ως κρεοπώλης. Ήταν τελείως αγράμματος, όταν πήρε την απόφαση να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Αρχικά μόνασε στην Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, ενώ αργότερα ασκήτεψε σε καλύβι κοντά στο χωριό του. Έμεινε στην απομόνωση για περίπου 20 χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων έμαθε γραφή και ανάγνωση. Σε ηλικία 80 ετών πήρε την απόφαση να κηρύξει.[6] Η φήμη του διαδόθηκε γρήγορα, αφού είχε τον δικό του μοναδικό τρόπο να συνεπαίρνει το κοινό. Κυρίως κήρυττε εναντίον της μοιχείας και της κλοπής, και υπέρ της προσευχής. Μέσα από τα κηρύγματα του καυτηρίαζε την πολιτική της Βαυαρικής διακυβέρνησης στην χώρα και την συγκατάβαση σε αυτήν της Συνόδου της Εκκλησίας. Παραπέμφθηκε ενώπιον του Επισκόπου Καλαβρύτων, ο οποίος τον επέπληξε και του ζήτησε να περιορίσει τα κηρύγματα του.
Έξι μήνες αργότερα ο Παπουλάκος ξεκίνησε περιοδεία στην νότια Πελοπόννησο συγκεντρώνοντας χιλιάδες κόσμο στο πέρασμα του. Ύστερα από πιέσεις, ο βασιλιάς Όθων υπέγραψε διάταγμα για τον περιορισμό του Παπουλάκου σε μοναστήρι. Ο Παπουλάκος κατέφυγε στην Μάνη για να σωθεί. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν να στείλει άμεσα τον Στρατηγό Γενναίο Κολοκοτρώνη με επιτελείο αξιωματικών για να οργανώσει τη σύλληψή του. Ο στρατός έφτασε τη νύχτα, αλλά το πρωί βρέθηκε περικυκλωμένος από 2.000 Μανιάτες. Ακολούθησε εξέγερση των Μανιατών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο στρατός έδινε μάχη σώμα με σώμα με τους υποστηρικτές του Παπουλάκου.
Τελικά στις 21 Ιουνίου 1852 συνελήφθη από τον στρατό, ύστερα από προδοσία, και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Ρίου όπου έμεινε δύο χρόνια στην απομόνωση. Επρόκειτο να δικαστεί από το κακουργιοδικείο Αθηνών ως στασιαστής, αλλά τα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου υποχρέωσαν τον Όθωνα να του δώσει αμνηστία. Το 1854 εξορίστηκε στη Μονή Παναχράντου της Άνδρου, όπου απεβίωσε στις 18 Ιανουαρίου 1861 σε ηλικία 91 ετών και ετάφη εκεί. Κατά τη διάρκεια της παραμονή του στο μαναστήρι, δεχόταν πλήθος επισκεπτών.
Η σκέψη του επηρεάστηκε πολύ από τον πνευματικό του δάσκαλο Κοσμά Φλαμιάτο, των οποίων η δράση υπήρξε παράλληλη και η διδασκαλία παρόμοια.