Η ΠτΔ, ο Πρωθυπουργός, ο πρόεδρος της Βουλής και οι πολιτικοί αρχηγοί κρίνουν τα 50 χρόνια Μεταπολίτευσης στο Περιοδικό της Βουλής
Την κριτική ματιά στην 50ετή περίοδο της Μεταπολίτευσης της Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Σακελλαροπούλου, του Πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη, του Προέδρου της Βουλής Κ. Τασούλα, του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, των πολιτικών αρχηγών όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, του πρ. πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, του πρ. Προέδρου της Βουλής Νικ. Βούτση, των πρ. Αντιπροέδρων της κυβέρνησης Ευ. Βενιζέλου και Γ. Δραγασάκη, του υπουργού Οικονομικών Κ. Χατζηδάκη, του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρα και 50 άλλων προσωπικοτήτων από την πολιτική, την οικονομία και την πανεπιστημιακή κοινότητα παρουσιάζει το νέο, 80ο, επετειακό για τα 50 χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, τεύχος του περιοδικού της Βουλής των Ελλήνων “Επί του… περιστυλίου!”.
Συγκεκριμένα, όλοι τους κλήθηκαν να απαντήσουν με άρθρα τους σε δύο βασικά ερωτήματα:
- Τι δεν πετύχαμε ως χώρα στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης και γιατί;
- Ποιους στόχους πρέπει να κατακτήσουμε την νέα περίοδο που αρχίζει;
Στα ερωτήματα αυτά απαντούν ακόμη από τον χώρο της πολιτικής:
Οι πρ. αρχηγοί κομμάτων Αλ. Παπαρήγα, Αλ. Αλαβάνος και Ν. Κωνσταντόπουλος.
Οι πρ. Αντιπρόεδροι της Βουλής, Ν. Κακλαμάνης, Γ. Τραγάκης και η Δ’ Αντιπρόεδρος Ο. Γεροβασίλη.
Οι πρώην Επίτροποι στην Ε. Ε. Δ. Αβραμόπουλος και Στ. Δήμας,.
Οι πρ. υπουργοί Γ. Αλογοσκούφης, Α. Ανδριανόπουλος, Στ. Μάνος, Θ. Ρουσόπουλος, Ευρ. Στυλιανίδης, Λ. Κατσέλη, Γ. Κατρούγκαλος, Τ. Γιαννίτσης, Κ. Σκανδαλιδης, Φ. Σαχινίδης, Ν. Χριστοδουλάκης.
(Στην συνέχεια παραθέτουμε ευρείες περιλήψεις των άρθρων της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας, ενώ στα επισυναπτόμενα θα βρείτε τα πλήρη άρθρα τους σε μορφή word προς διευκόλυνση σας στην επεξεργασία τους.)
Kατερίνα Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου αναφέρει ότι «στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, η χώρα μας βίωσε, κατά κοινή ομολογία, την πιο ομαλή και προοδευτική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της».
Ποτέ άλλοτε, τονίζει, οι δημοκρατικοί μας θεσμοί δεν επέδειξαν τέτοια αντοχή και συνέπεια, ενώ η απρόσκοπτη εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία αποτύπωσε την εμβέλεια της δημοκρατικής μας συνείδησης και την εμπέδωση του κοινοβουλευτισμού.
Ωστόσο, υπογραμμίζει, στην Μεταπολίτευση «δεν έλλειψαν και οι μεγάλες προκλήσεις που δοκίμασαν την κοινωνική μας συνοχή, καθώς και το πολιτικό μας σύστημα».
Ως τέτοιες αναφέρει την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, η οποία «μας έθεσε με τρόπο αμείλικτο ενώπιον της ευθύνης μας να θεραπεύσουμε τις διαχρονικές μας παθογένειες», την πανδημία, τις ένοπλες συρράξεις στην Ουκρανία ενώ τονίζει ότι η τραγωδία της Κύπρου παραμένει μια ανοικτή πληγή για τον ελληνισμό και μας υπενθυμίζει το εθνικό μας χρέος.
«Απέναντι στις πολλαπλές κρίσεις του καιρού μας, η δύναμή μας βρίσκεται στο πλούσιο μεταπολιτευτικό μας κεκτημένο, στο ιστορικό και κοινωνικό βάθος της φιλελεύθερης δημοκρατίας μας και στην ισχυρή αναφορά μας στην Ευρώπη. Αυτή δεν συνιστά για τους Έλληνες μόνο μια πολιτειακή και γεωστρατηγική επιλογή. Είναι, πρωτίστως, μια θεμελιώδης όψη της νεοελληνικής μας ταυτότητας που συναρτάται με όλες τις εκφάνσεις του βίου μας. Πρόκειται για ένα βίωμα ελευθερίας, ισότητας και συμπερίληψης που αποτελεί τον πυρήνα της κοινωνικής και πολιτικής μας συνύπαρξης», αναφέρει και καταλήγει :
«Σε αυτή τη βάση, αξιών και εμπειριών, στηρίζεται η δημοκρατία μας για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και τις δυσκολίες της εποχής των κρίσεων. Με υπερηφάνεια και αισιοδοξία για όσα έχουμε πετύχει αυτά τα 50 χρόνια, αλλά και με αναστοχασμό και αυτοκριτική για τις αστοχίες του παρελθόντος, ώστε η χώρα μας να προχωρήσει στον δρόμο που της αξίζει».
Κυριάκος Μητσοτάκης, Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της ΝΔ
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρει ότι «παρότι κάποιοι εύκολα μηδενίζουν τα επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης, η πορεία της ήταν σαφώς ανοδική. Υπήρχαν, βεβαίως, αναταράξεις, όπως συμβαίνει σε κάθε μακρά διαδρομή. Η οικονομική κρίση σημάδεψε, επίσης, για περισσότερο από μία δεκαετία την οικονομία και την κοινωνία ενώ μεσολάβησαν και περίοδοι σχεδόν καταστροφικές. Συνολικά, ωστόσο, το πρόσημο, αυτών των 50 χρόνων αποδεικνύεται θετικό».
Ωστόσο, τονίζει, «ο μισός αιώνας από τον Ιούλιο του 1974 παραπέμπει και στις μεγάλες ευκαιρίες που χάθηκαν στη διάρκειά του: ευρωπαϊκά κονδύλια που σπαταλήθηκαν αντί να μετατραπούν σε υποδομές και να αλλάξουν το παραγωγικό μας μοντέλο. Όπως και αλλαγές που δυστυχώς αναβλήθηκαν, αναπαράγοντας παθογένειες οι οποίες συνοδεύουν ακόμη και σήμερα τις λειτουργίες του κράτους».
Υπογραμμίζει ακόμη ότι μία σύγκριση με την εξέλιξη κρατών που εντάχθηκαν στην Ευρώπη αργότερα από εμάς αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η πρόοδός μας στους τομείς αυτούς δεν ήταν η επιθυμητή. «Ένας λόγος για τον οποίο στόχος μας, στο εξής, πρέπει να είναι η ταχύτερη σύγκλιση με τις πιο προηγμένες χώρες της ηπείρου σε όλα τα επίπεδα, αναφέρει, προσθέτοντας ότι «είναι ώρα να αναμετρηθούμε με τις παθογένειες του παρελθόντος που μας κρατούσαν πίσω. Και να κερδίσουμε, έτσι, τον χρόνο που πέρασε αναξιοποίητος, μειώνοντας την απόσταση που μας χωρίζει ακόμη από την ευρωπαϊκή καθημερινότητα».
Τονίζει δε με έμφαση ότι «αυτός είναι και ο λόγος που η κυβέρνηση και εγώ προσωπικά επιμένουμε στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων».
Έχουμε, ασφαλώς, -αναφέρει ο πρωθυπουργός-, πολλά και σύνθετα καθήκοντα μπροστά μας και «γι’ αυτό οι μεταρρυθμίσεις θα συνεχιστούν για να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή για να εξασφαλιστούν πόροι υπέρ των πιο αδύναμων, να αντιμετωπιστεί η γραφειοκρατία για να γίνει αποτελεσματικότερο το κράτος. Με λίγα λόγια, να δοθεί με όλες μας τις δυνάμεις η μάχη της καθημερινότητας του πολίτη».
«Γνωρίζω ότι πρόκειται για δύσκολη αποστολή, Πολύ περισσότερο, όταν τα προβλήματα που πρέπει να νικήσουμε έχουν ρίζες πολλών δεκαετιών. Και, δυστυχώς, όταν από τον πόλεμο εναντίον τους λείπουν οι θετικές αντιπροτάσεις της αντιπολίτευσης. Κάτι που μετατρέπει την κυβέρνηση σε πολιτικό «αλεξικέραυνο» για κάθε αδυναμία στη δημόσια ζωή. Ας είναι, όμως. Αυτό, άλλωστε, είναι το τίμημα της μόνης υπεύθυνης πολιτικής δύναμη», τονίζει.
Είναι ο δρόμος, λέει, ο οποίος χθες αποτυπώθηκε στην κατάργηση 50 φόρων και στη στήριξη όλων των εισοδημάτων, αυτός που σήμερα καταγράφεται στις μόνιμες αυξήσεις δίπλα στα συνεχή αναχώματα για τον έλεγχο των ανατιμήσεων και εκείνος που στο τέλος της τετραετίας θα έχει οδηγήσει στον στόχο ο μέσος μισθός στην Ελλάδα να είναι 1.500 και ο κατώτατος να φτάνει τα 950 ευρώ.
«Με την ίδια συνέπεια προχωρούν οι μεγάλες τομές στη Δικαιοσύνη για ταχύτερη απονομή της, στην Υγεία, με αναβάθμιση όλων των νοσοκομείων και δωρεάν προληπτικές εξετάσεις για όλους, στην Παιδεία, με χιλιάδες προσλήψεις, στις Υποδομές, με οδικούς άξονες, νέα αεροδρόμια, λιμάνια και μεγάλα έργα παντού» αναφέρει και καταλήγει:
«Δεν λείπουν, προφανώς, τα προβλήματα ούτε, δυστυχώς, οι καθυστερήσεις και οι αστοχίες. Όμως η συνολική εικόνα της πατρίδας μας το 2024 είναι πολύ καλύτερη από κάθε άλλη στο πέρασμα του τελευταίου μισού αιώνα. Έχοντας τα σύνορά της απόρθητα. Και την εθνική της Άμυνα θωρακισμένη με τα πιο σύγχρονα μέσα. Τη διπλωματία της πλαισιωμένη από ισχυρές συμμαχίες. Την οικονομία της στιβαρή. Και, κυρίως, την κοινωνία της ενωμένη».
Κωνσταντίνος Τασούλας, Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων
Ο πρόεδρος της Βουλής Κ. Τασούλας στο άρθρο του τονίζει:
«Φέτος συμπληρώνεται μισός αιώνας από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, στις 24 Ιουλίου του 1974. Η πρώτη φωτογραφία, μετά το ξέσπασμα του στρατιωτικού πραξικοπήματος, είναι το προαύλιο της Βουλής κατειλημμένο από άρματα μάχης.
Το πρώτο πράγμα που κατήργησε η δικτατορία ήταν οι ελευθερίες των Ελλήνων και ο Κοινοβουλευτισμός. Το πρώτο πράγμα που άνοιξε μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ήταν το Κοινοβούλιο, το οποίο με το Δ’ Ψήφισμά του, διατράνωσε ότι «η Δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελύθη».
Η δικτατορία εκείνη ήταν η μακροβιότερη αλλά σίγουρα η τελευταία στη χώρα μας. Και σήμερα, έχοντας εξασφαλίσει αυτά που κατοχύρωσε, η πρώτη, μεταπολιτευτική περίοδος, έχοντας εξασφαλίσει τον Κοινοβουλευτισμό και την ελευθερία, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η χώρα μας, οι πολιτικές δυνάμεις, το Κοινοβούλιο, η Κυβέρνηση, η Αντιπολίτευση, παλεύουμε, ο καθένας από τη δική του έπαλξη, αλλά και με κοινές αναφορές, για την ενίσχυση της πορείας της χώρας προς την προκοπή, προς την ασφάλειά της, προς την ευημερία της.
Η πρώτη επέτειος αποκαταστάσεως της Δημοκρατίας, τον Ιούλιο του 1975, γιορτάστηκε σε ένα ιστορικό μέρος. Γιορτάστηκε στην Πνύκα, εκεί όπου ήταν η εκκλησία του Δήμου. Ομιλητής λοιπόν ήταν ένας σπουδαίος στοχαστής της Γενιάς του ΄30, ο Άγγελος Τερζάκης. Θυμάμαι από την ομιλία του εκείνη, μια φράση η οποία αισθάνομαι ότι πρέπει να μας συνοδεύει, ότι δηλαδή η Δημοκρατία είναι και «αναβαθμός Πολιτισμού», είναι σκαλοπάτι Πολιτισμού που πρέπει συνεχώς να το ανεβαίνουμε. Γιατί είναι μία υψηλής προδιαγραφής ανθρώπινη κατάκτηση, που πρέπει και να τη σεβόμαστε και να την προστατεύουμε!
Και θυμάμαι, επίσης, ότι η λαϊκή κυριαρχία που είναι το θεμέλιο της Δημοκρατίας, σε ένα σπουδαίο βιβλίο Συνταγματικού Δικαίου του Αλέξανδρου Σβώλου, περιγράφεται, ότι προέρχεται και περιβάλλεται με το κύρος της θεϊκής αλήθειας. Η λαϊκή κυριαρχία δηλαδή και η ισχύς της είχε περιβληθεί στα μάτια των συνταγματολόγων το κύρος, την ακτινοβολία και το γόητρο μιας θεϊκής αλήθειας. Τόσο ακλόνητη, τόσο απρόσβλητη, τόσο ακαταμάχητη ήταν η αίσθηση ισχύος της λαϊκής κυριαρχίας. Σήμερα όμως είναι μια άλλη εποχή. Έχουμε βιώσει με τα σκαμπανεβάσματα που όλοι γνωρίζουμε την πιο μακροχρόνια περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας στην χώρα. Και καθήκον μας προβάλλει, έναντι εκείνης της αποκαταστάσεως, προφανώς η διαφύλαξη αυτής της θεϊκής αλήθειας. Η κατάκτηση της προκοπής του ελληνικού λαού και η κατάκτηση της εθνικής του ασφάλειας, τα οποία και πριν 50 χρόνια απειλούντο και σήμερα αποτελούν στόχο διαρκούς φροντίδας μας, αλλά είναι βέβαιο ότι με αποφασιστικότητα και ενότητα αυτοί οι στόχοι, επίκαιροι όσο ποτέ, θα κατακτηθούν και πάλι».
Στέφανος Κασσελάκης, Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ- ΠΣ Στέφανος Κασσελάκης αναφέρει ότι «δεν είναι μόνο η πληγή του Κυπριακού που συνεχίζει να επισκιάζει την εορταστική μας διάθεση για τα πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση» αλλά και το γεγονός ότι «η ωρίμανση της Ελληνικής Δημοκρατίας παραμένει ελλιπής, όσο αποτυγχάνουμε να εμβαθύνουμε θεσμικές τομές και μεταρρυθμίσεις, που διασφαλίζουν την ακλόνητη ισχύ των κανόνων του κράτους δικαίου, την καταπολέμηση της εκτεταμένης διαφθοράς και την διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων».
Όσο, αναφέρει, οι κοινωνικές ανισότητες όχι μόνο δεν απομειώνονται, αλλά μεγεθύνονται κι όσο οι πολίτες συνεχίζουν να βλέπουν τη διαφθορά και την κακοδιαχείριση να παραμένουν στην επικαιρότητα, «τόσο βαθαίνουν οι πολώσεις και υποθάλπεται ο φόβος, η οργή και η μισαλλοδοξία στα συμπιεζόμενα λαϊκά και μεσαία στρώματα».
Η Ελλάδα, τονίζει, χρειάζεται ένα μεγάλο, δημιουργικό, αναγεννητικό σοκ, «που θα βασίζεται σ’ ένα μακρόπνοο στρατηγικό σχεδιασμό, ώστε να πλησιάσει περισσότερο σε μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή δημοκρατία με ένα κράτος συμπαραστάτη και προστάτη του πολίτη, που θα πρωταγωνιστεί σε μια πορεία συμπεριληπτικής ανάπτυξης και συλλογικής κοινωνικής προόδου».
Για να προοδεύσει, τονίζει, η ελληνική κοινωνία και η δημοκρατία στην πατρίδα μας, απαιτούνται και βαθύτερες τομές στους θεσμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας. «Οι πολίτες σήμερα είναι δύσπιστοι προς το σύστημα δικαιοσύνης, αλλά και προς το πολιτικό σύστημα και τον κοινοβουλευτισμό. Κι εδώ είναι που εμείς, οι πολιτικές ηγεσίες, πρέπει να αποδείξουμε στον ελληνικό λαό – αν θέλουμε να καταπολεμήσουμε την βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης – ότι είμαστε γενναίοι και ικανοί να αναβαπτίσουμε με τολμηρές μεταρρυθμίσεις – στο πνεύμα της δημοκρατικής έκρηξης της Μεταπολίτευσης – τις τρεις εξουσίες, ώστε οι πολίτες να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους προς τους θεσμούς», αναφέρει.
Η Ελλάδα, λέει, πρέπει να αξιοποιήσει την κρίσιμη γεωπολιτική της θέση μέσω μιας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, «που δεν θα την καθιστά μέρος πολεμικών συρράξεων και αποσταθεροποιήσεων, αλλά παράγοντα ειρήνης, σταθερότητας και συνανάπτυξης στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Κι αυτό σημαίνει ότι δεν θα αφήνουμε αδρανές το διπλωματικό μας κεφάλαιο, αρκούμενοι στο ρόλο του «πρόθυμου συμμάχου» και του «προκεχωρημένου φυλακίου», αλλά θα αξιοποιούμε τις διμερείς και πολυμερείς μας σχέσεις, καθώς και τις εντάξεις μας σε διεθνείς οργανισμούς, για να κερδίζουμε κάθε φορά πόντους στην κατεύθυνση της επίλυσης των διαχρονικών, ανοικτών διαφορών, όπως ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της Συμφωνίας των Πρεσπών».
«Να επιστρέψουμε λοιπόν στην εξωτερική πολιτική με αυτοπεποίθηση, δυναμισμό και διάθεση πραγματικής προόδου, για να κάνουμε την πατρίδα μας – παρά το μικρό της μέγεθος – ισχυρό δρώντα και εγγυητή της ειρήνης και της συλλογικής ευημερίας της ευρύτερης γειτονιάς μας, όπως μπορούμε και όπως μας αξίζει», καταλήγει.
Νίκος Ανδρουλάκης, Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ -ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης υπογραμμίζει ότι έχει σημασία να θυμόμαστε το σημείο εκκίνησης του σημερινού πολιτεύματος, επειδή το πρώτο μείζον θέμα που δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να λύσει η Μεταπολίτευση στα πενήντα χρόνια ζωής της είναι η διχοτόμηση της Κύπρου. «Η εδαφική ακεραιότητα και η ευρωπαϊκή προοπτική της ελεύθερης και ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας οφείλει να αποτελεί θεμελιώδη εθνικό στόχο», τονίζει.
Ως μια από τις αδυναμίες της Μεταπολίτευσης, αναφέρει το γεγονός ότι «δεν κατάφερε να συντηρήσει και να επεκτείνει το κοινωνικό κράτος, το οποίο συγκροτήθηκε κατά κύριο λόγο από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980 αφού η δημόσια υγεία και η δημόσια παιδεία έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο να αλλάξει άρδην η καθημερινότητα του ελληνικού λαού».
«Το δημόσιο σύστημα παιδείας, από τη μια, αποτέλεσε τον πυρήνα του παραγωγικού μοντέλου της χώρας όντας ο μοχλός της ανοδικής, κοινωνικής κινητικότητας των μη προνομιούχων και της συγκρότησης της μεσαίας τάξης και από την άλλη το ΕΣΥ που οραματίστηκαν και ίδρυσαν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Παρασκευάς Αυγερινός και ο Γιώργος Γεννηματάς εξασφάλισε στον ελληνικό λαό την ίση και δωρεάν πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας», τονίζει.
Σήμερα, αναφέρει, σε μια εποχή πολλαπλών και αλλεπάλληλων κρίσεων, «έχουμε χρέος να οικοδομήσουμε ξανά το κοινωνικό κράτος, ώστε να εγγυηθούμε την προστασία των πιο ευάλωτων και των εργαζομένων, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις αντιμετώπισης του δημογραφικού και να προωθήσουμε τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης».
«Αντλώντας έμπνευση από μια πορεία 50 ετών, καλούμαστε σήμερα να προστατεύσουμε και να εμβαθύνουμε τους δημοκρατικούς θεσμούς μας ώστε να εγγυηθούμε την εθνική αξιοπρέπεια και την κοινωνική δικαιοσύνη σε ένα μέλλον γεμάτο κρίσεις, πολεμικές συγκρούσεις και αβεβαιότητες», αναφέρει και τονίζει ότι «είναι καθήκον μας να κοιτάξουμε με θάρρος τις ελλείψεις και τα κενά, ώστε να δώσουμε αξιοπρέπεια και προοπτική στους πολλούς, τη μεσαία τάξη και τους πιο ευάλωτους συμπολίτες μας μέσα από ένα ισχυρό κράτος δικαίου, ένα μοντέρνο κοινωνικό κράτος και ένα δίκαιο και βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο στα πλαίσια μιας πολιτικής και κοινωνικής Ευρώπης».
Η βούληση για αλλαγή πρέπει να εκφράζεται με ένα συνεκτικό πρόγραμμα συγκεκριμένων αλλαγών και μετασχηματισμών σε όλους τους τομείς, αναφέρει τονίζοντας ότι «δεν είναι σωστό ότι η «πολλή δημοκρατία» στάθηκε εμπόδιο στο να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Εμπόδιο ήταν το περιεχόμενο, οι στόχοι και η αυταρχική επιβολή, των κατ’ όνομα μεταρρυθμίσεων, καθώς οι περισσότερες ήταν «απορρυθμίσεις» που στόχο είχαν να πέσουν τα βάρη στις λαϊκές τάξεις και να παραταθεί η ζωή του κυρίαρχου συστήματος συμφερόντων».
Δημήτρης Κουτσούμπας, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας εκτιμά ότι η αλλαγή στη διακυβέρνηση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλη του 1974, υπήρξε προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στην ηγεσία της δικτατορίας, στις ΗΠΑ, στο ΝΑΤΟ και στους προδικτατορικούς αστικούς πολιτικούς παράγοντες και σχηματισμούς και από τον ίδιο τον τρόπο της κατάρρευσης της δικτατορίας και το περιεχόμενο του πολιτικού συμβιβασμού ήταν δεδομένα και τα όρια των αλλαγών που αυτός θα επέφερε.
Σήμερα, αναφέρει, είναι γενική και κοινή πεποίθηση στις λαϊκές συνειδήσεις ότι πολλά δεν έγιναν όλα αυτά τα 50 χρόνια. «Όμως, όλα όσα δεν έγιναν αυτά τα 50 χρόνια δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιων παραλείψεων, άστοχων επιλογών ή κακής διαχείρισης (χωρίς να λείπουν και αυτά). Κυρίως ήταν λογική προέκταση και κατάληξη της ταξικής φύσης και αποστολής της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», τονίζει.
Αυτά που πρέπει να γίνουν τα επόμενα χρόνια είναι όλα όσα δεν έγιναν τα προηγούμενα 50 χρόνια, αναφέρει και «κυρίως οι εργατικές-λαϊκές δυνάμεις να απεγκλωβιστούν από τις αυταπάτες για την εύρεση «σωτήρων» και «σωτηρίας» εντός των τειχών της καπιταλιστικής εξουσίας, όπως και από την αναζήτηση κάποιου, όπως αποδεικνύεται, ανύπαρκτου «μικρότερου κακού», μεταξύ των πολιτικών εκπροσώπων των εκμεταλλευτών τους».
Μοναδική απάντηση, εκτιμά, στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα «είναι η διαμόρφωση μιας μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφικής συμμαχίας εργατών, υπαλλήλων, βιοπαλαιστών αγροτών, αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών και επιστημόνων των πόλεων, των νέων και των γυναικών των λαϊκών οικογενειών, που θα προσανατολίζεται από τις σύγχρονες ανάγκες τους και θα στοχεύει ενάντια στη ρίζα των προβλημάτων, στο πραγματικό εχθρό τους, το σύστημα της σύγχρονης καπιταλιστικής βαρβαρότητας».
Κυριάκος Βελόπουλος, Πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης Κυριάκος Βελόπουλος τονίζει ότι η απάντηση δεν είναι “τι δεν πετύχαμε”, αλλά τι χάσαμε σ’ αυτά τα 50 χρόνια.
Εκ του αποτελέσματος, αναφέρει ,δεν μπορεί κάποιος να αρνηθεί ότι, το πολιτικο-οικονομικό μοντέλο της της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, «της επονομαζόμενης Μεταπολίτευσης, που συμπληρώνει τώρα 50 χρόνια, απέτυχε». Και απέτυχε, υποστηρίζει, με τον πιο ηχηρό και δυστυχώς, επιζήμιο για τα εθνικά και λαϊκά συμφέροντα τρόπο αφού «χρεωκόπησε η Ελλάδα, χρεωκόπησαν οι Έλληνες, τέθηκε η ελληνική δημόσια περιουσία υπό τον έλεγχο των δανειστών για 99 χρόνια, ρευστοποιήθηκε το πολιτικό σύστημα, παραδόθηκε σε τρίτους το ιερό και ιστορικό ελληνικό όνομα της Μακεδονίας, γεννώντας αλυτρωτισμούς σε βάρος της ακεραιότητας της χώρας και «φιλανδοποιήθηκε» η Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία, μέσω της εξωτερικής πολιτικής του κατευνασμού και όχι εκείνης της αποτροπής».
Το μέλλον, τονίζει, «είναι ο υπερκομματικός, πέραν της οποιασδήποτε ιδεοληψίας, Πατριωτισμός. Η ακεραιότητα της Πατρίδας, η ανεξαρτησία του ελληνικού Έθνους – Κράτους από τα δεσμά και την επιθετικότητα της παγκοσμιοποίησης, η ιστορία μας, ο οικουμενικός πολιτισμός μας, η θρησκεία μας, η οικονομική ανάπτυξη, η ελευθερία και η ευημερία των Ελλήνων».
Η νέα περίοδος που αρχίζει, καταλήγει, «πρέπει να είναι το πέρασμα στην Δ΄ Ελληνική Δημοκρατία, μια δημοκρατία δυναμική και όχι στατική, όπως η απερχόμενη, με την ζωντανή συμμετοχή των πολιτών στα κέντρα λήψης των αποφάσεων».
Αλέξης Χαρίτσης, Πρόεδρος της ΚΟ της Νέας Αριστεράς
Ο πρόεδρος της ΚΟ της Νέας Αριστεράς Αλέξης Χαρίτσης αφού αναφέρει ότι «προφανώς η πεντηκονταετία της αδιατάρακτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι μια κατάκτηση που δεν αμφισβητείται» τονίζει όμως ότι «η φθορά που υφίστανται οι δημοκρατικοί θεσμοί, τα προβλήματα που συσσωρεύονταν χωρίς να αντιμετωπίζονται διαχρονικά, όπως πχ. οι εισοδηματικές ανισότητες, αλλά και οι νέες προκλήσεις στις οποίες δεν δίνονται απαντήσεις, όπως η κλιματική δικαιοσύνη, κλονίζουν την εμπιστοσύνη στη δημοκρατική πολιτεία».
Ως, τούτου, τονίζει, δεν συνιστά η πεντηκονταετής αυτή πορεία μια ενιαία περίοδο συνεχούς βελτίωσης και εμπέδωσης της δημοκρατικής λειτουργίας, αλλά και μια περίοδο παλινδρομήσεων και οπισθοχωρήσεων.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «η πολιτική και οικονομική κρίση του 2010 αποτέλεσε ένα μεγάλο πλήγμα για την ποιότητα των θεσμών και της δημοκρατικής λειτουργίας καθώς και μια τρομακτική υπονόμευση των μεταπολιτευτικών κατακτήσεων». Έφερε όμως, τονίζει, «και μια νέα κατάκτηση. Κάτι που ακόμα και μεταπολιτευτικά παρέμενε «ταμπού»: τη διακυβέρνηση της χώρας από την Αριστερά, διαρρηγνύοντας μια μεταπολιτευτική «κανονικότητα», την εναλλαγή στην εξουσία δύο μόνο κομμάτων που συχνά συνέκλιναν πολιτικά, μια εναλλαγή που συνιστούσε ένδειξη μιας αφυδατωμένης εκλογικής δημοκρατίας».
Ήταν μια περίοδος, αναφέρει, «που θα έπρεπε να έχει συνοδευτεί από περισσότερες προοδευτικές θεσμικές και συμβολικές τομές βεληνεκούς. Τομές που όμως δεν έγιναν, και σήμερα είναι περισσότερο αναγκαίες από ποτέ προκειμένου να αναζωογονήσουν την Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία».
«Τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης μας δείχνουν ότι η Δημοκρατία δεν μπορεί παρά να γίνεται κατανοητή ως ένας ορίζοντας που διαρκώς επέρχεται και που ποτέ δεν εκπληρώνεται πλήρως. Οφείλει συνεπώς να διευρύνεται και να ανανεώνεται διαρκώς με ριζοσπαστικές τομές», τονίζει.
Δημήτρης Νατσιός, Πρόεδρος της Νίκης
Ο πρόεδρος της Νίκης Δ. Νατσιός αναφέρει ότι «σήμερα που καλούμαστε να κάνουμε μια αποτίμηση του μισού αιώνα δημοκρατίας, θα θέλαμε πολλές σελίδες για να περιγράψουμε τις μαύρες στιγμές που ζήσαμε ως χώρα και ως Έλληνες».
Μπορεί, λέει, να υπήρξαν οι δεκαετίες του ΄70 και του ΄80, «που παρόλα τα τραγικά λάθη, τις λαϊκίστικες δημαγωγίες, ειδικά τη δεκαετία του ’80, έφεραν όμως και κάποιες τομές σε ό,τι αφορά στα ατομικά δικαιώματα, την ελευθερία έκφρασης, τη συλλογική και χωρίς διακρίσεις εκπροσώπηση όπως και ένα οικονομικό μοντέλο που μπορούσε μεν το κράτος να παρέμβει στην ελεύθερη αγορά, υπήρξε όμως μια ανακατανομή του πλούτου δίνοντας έτσι και μια οικονομική ανάσα στα ασθενέστερα στρώματα».
Όμως, υπογραμμίζει, μαζί με αυτό «υπήρξε και η καταστροφική διαπλοκή με την εξουσία, όπου μεγαλοεργολάβοι και προμηθευτές του δημοσίου καταλήστεψαν τα δημόσια ταμεία, πράγμα που υποθήκευσε το μέλλον μας. Καλώς ειπώθηκε ότι το κάποτε ηθικό δίλημμα “κλέβω δεν κλέβω, μετουσιώθηκε σε “θα με πιάσουν ή δεν θα με πιάσουν”. Όλα αυτά σε συνάρτηση με την καταβαράθρωση της Παιδείας και την αποκοπή από την εθνική παράδοση μας, λειτούργησαν ως ολετήρες στις επόμενες δεκαετίες πάνω σε εθνικά ζητήματα».
«Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, για να μπορέσει να ζήσει κάποια χρόνια ακόμα, χρειάζεται ένα και μόνο συστατικό: Την Ρωμιοσύνη, τον Ρωμιό και τον Χριστό», τονίζει.
Ζωή Κωνσταντοπούλου, πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας
Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου αναφέρει ότι 50 χρόνια μετά την Μεταπολίτευση τα ερωτήματα είναι αμείλικτα:
«Πώς κύλησε μισός αιώνας χωρίς να εμπεδωθούν έμπρακτα στην Ελλάδα θεσμοί, εγγυήσεις, διαδικασίες που να εδραιώνουν την πραγματική δημοκρατική λειτουργία, την λειτουργία της Δικαιοσύνης, την προστασία των Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας όλων, την Διαφάνεια, το τέλος των Διακρίσεων, την Ισότητα και την Ισονομία, την εξάλειψη κάθε εμποδίου στην άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων όλων;
Πώς φθάσαμε στην Ελλάδα των Μνημονίων, των περικοπών μισθών, συντάξεων, δημοσίων δαπανών για ζωτικές λειτουργίες όπως η Παιδεία, η Υγεία, η Κοινωνική Ασφάλιση, πώς φθάσαμε στην Ελλάδα της επιβολής ενός παράνομου Χρέους που δεν ανήκε στους πολίτες, της επιβολής εξουθενωτικών μέτρων για την δήθεν αποπληρωμή αυτού του Χρέους, στην ωμή παραβίαση της ηχηρής πλειοψηφικής δημοκρατικής εντολής του μοναδικού Δημοψηφίσματος που πραγματοποιήθηκε μετά το 1974, του Δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, του 62% 0ΧΙ»;
Οι απαντήσεις, τονίζει, είναι εξίσου αμείλικτες αφού όπως αναφέρει:
«Η σημερινή Ελλάδα είναι το αποτέλεσμα των πράξεων και των παραλείψεων εκείνων που ανέλαβαν αυτές τις δεκαετίες την υψηλή ευθύνη να εκπροσωπήσουν τους πολίτες, να Κυβερνήσουν τον τόπο, να νομοθετήσουν, να διαχειρισθούν τα δημόσια πράγματα και το δημόσιο χρήμα, να συγκροτήσουν υπόδειγμα διακυβέρνησης και πολιτικής λειτουργίας, αλλά και κοινωνικό υπόδειγμα».
«Είναι αποτέλεσμα των πράξεων και των παραλείψεων εκείνων που πήραν στα χέρια τους Εξουσία, Κυβερνητική, Νομοθετική και Δικαστική, και την άσκησαν με τρόπο που καταστρατηγεί την λαϊκή κυριαρχία: με ιδιοτέλεια, ασυνέπεια, διαφθορά, ασυνειδησία, χωρίς αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους, παραδόθηκαν σε προσωπικά και ιδιωτικά συμφέροντα και ξέχασαν το δημόσιο και το κοινωνικό συμφέρον», τονίζει.
Βασίλης Στίγκας, Πρόεδρος των Σπαρτιατών
Κατά τον πρόεδρο της ΚΟ των Σπαρτιατών Βασίλη Στίγκα «παρότι κάθε χρόνο, με αφορμή την επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας, επαναλαμβάνεται στερεότυπα από την συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών η διαπίστωση ότι για πρώτη φορά, μεταπολιτευτικά, ζούμε μια μακρά περίοδο αδιατάρακτα ισχυρής Δημοκρατίας, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική: Η ελληνική Δημοκρατία χρησιμοποιείται ως ένα δελεαστικό λεκτικό περίβλημα, το οποίο καλύπτει έναν πυρήνα με εκ διαμέτρου αντίθετο περιεχόμενο».
Ανάμεσα στα σημεία που, κατά τον Β. Στίγκα, καθιστούν το πολίτευμα «καχεκτική δημοκρατία» είναι «ο διαβρωτικός ρόλος των ΜΜΕ, η δυσανεξία στην αντίθετη άποψη, η αφελληνιστική επίδραση των διανοούμενων, η μετεξέλιξη της Ελλάδας σε ευρωνατοϊκό προτεκτοράτο, η κύρωση της προδοτικής συμφωνίας των Πρεσπών».
«Αν η Ελλάδα θέλει να καυχιέται ότι έχει πράγματι δημοκρατικό πολίτευμα, θα πρέπει να επανορθώσει τα προαναφερθέντα σημεία. Αλλιώς θα μείνει για πάντα μια καχεκτική (ψευτο)δημοκρατία, η οποία θα αυτοαναπαράγεται μέσω της διαφθοράς, της πολιτικής σήψης και της κομματοκρατίας», τονίζει.
Γιώργος Παπανδρέου, πρώην πρωθυπουργός
Ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου αναφέρει ότι υπάρχει μια αντίφαση, μια παραδοξότητα, που χαρακτηρίζει τη Μεταπολιτευτική περίοδο και εξηγεί:
«Ενώ διανύσαμε την πιο μακρά ειρηνική, δημιουργική και καρποφόρα περίοδο από συστάσεως Ελληνικού κράτους, μια περίοδο πολύ μεγάλων κατακτήσεων, εντούτοις δεν κατέστη δυνατόν να απαλλαγούμε από τις παθογένειες εκείνες που ευθύνονται για τις συνεχείς κρίσεις, όπως και για την επικρατούσα ακόμη και σήμερα κατάσταση».
Άλλαξε, τονίζει, η Ελληνική κοινωνία, «οι μη προνομιούχοι, βρέθηκαν στη φωτεινή πλευρά της ιστορίας, άλλαξε η χώρα, η οποία βρέθηκε στη χορεία των 25 σημαντικότερων χωρών του κόσμου, αποκτήσαμε ρόλο και λόγο στις εξελίξεις στην περιοχή μας και στην ΕΕ, η Κύπρος εντάχθηκε στην ΕΕ ενώ οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις αναβαθμίστηκαν σε Ευρωτουρκικές και επικράτησε μια μακρά περίοδος ηρεμίας και συνεργασίας στην περιοχή μας» και «η συμβολή των προοδευτικών κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ σε αυτές τις κατακτήσεις ήταν χωρίς αμφιβολία καταλυτική».
Ο Γ. Παπανδρέου αναφέρει ότι «έχοντας την προσωπική πολιτική εμπειρία από την πορεία συνολικά της Μεταπολιτευτικής περιόδου, αισθάνομαι βαριά ευθύνη για το σήμερα και το αύριο του Ελληνισμού», τονίζοντας ότι «η δημοκρατική πρόκληση παρά τις μεγάλες αλλαγές της Μεταπολίτευσης, παραμένει στοίχημα ιστορικό».
«Το βίωσα και την περίοδο 2009-11. Όταν από τη μια δίναμε τη μάχη της σωτηρίας της χώρας και από την άλλη συγκρουόμασταν καθημερινά για να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα πετυχαίνοντας το αδιανόητο για πολλούς, ιδιαίτερα υπό εκείνες τις δραματικές συνθήκες, τη διαρκή υπονόμευση, τις ακρότητες και τους προπηλακισμούς, υποχώρησε η μεγάλη προσπάθεια δημοκρατικού και προοδευτικού μετασχηματισμού, μπροστά στις ισχυρές ρίζες του πελατειασμού, και της συντήρησης, που έδρασε ακόμα και με αθέμιτα μέσα», αναφέρει προσθέτοντας ότι «το μείζον διακύβευμα της Μεταπολίτευσης, παρά τις μεγάλες κατακτήσεις του λαού μας, παραμένει αναπάντητο και αποτελεί το διαρκές ζητούμενο» αναφέρει.
«Πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, το πρόσημο για τους Έλληνες και τη χώρα είναι μεν θετικό, αλλά για όλους εμάς τους δημοκράτες, τους σοσιαλιστές, ο αγώνας για να απαντήσουμε με κοινωνικό, δημοκρατικό, προοδευτικό και συμμετοχικό πρόσημο στο μεγάλο διακύβευμα της ριζικής αλλαγής, συνεχίζεται», υπογραμμίζει, τονίζοντας ότι «απαιτείται να αλλάξουν δομές, μοντέλο ανάπτυξης, να αντιμετωπιστούν οι πραγματικές αιτίες των χρόνιων παθογενειών και να δημιουργηθούν και εδραιωθούν νέοι, αναγκαίοι, δημοκρατικά λειτουργούντες θεσμοί».
Νίκος Βούτσης, τέως Πρόεδρος της Βουλής
Ο τέως πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης αναφέρει ότι «η μακρά μεταπολιτευτική περίοδος αποτελεί εξ αντικειμένου το πεδίο για μια γόνιμη συζήτηση, για αναστοχασμό αλλά και για ουσιώδεις αντιπαραθέσεις στο πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο».
Προφανώς, τονίζει, υπάρχουν διαφορετικές αναγνώσεις για τη σπουδαιότητα, τις προτεραιότητες, το ρόλο των προσώπων και τα ελλείμματα που καταγράφηκαν στις διαφορετικές περιόδους της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα και υπογραμμίζει:
«Δεν εκτιμώ ως κύρια και γόνιμη την, οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα, συζήτηση για την περιοδολόγηση ή για το σημείο έναρξης και λήξης της μεταπολίτευσης, τη ρητορική περί «νέας μεταπολίτευσης» που κατά καιρούς τροφοδοτεί αντιπαραθέσεις συγκυριακού χαρακτήρα με βάση ορόσημα που κάθε πολιτική άποψη θέτει προς επίρρωση της τρέχουσας πολιτικής της. Ούτε παραβλέπω τη διαχρονική συζήτηση για την προφανή τάση παραταξιακής οικειοποίησης εκ μέρους της Δεξιάς, μέσω του ρόλου του «εθνάρχη» Κ. Καραμανλή, της επανόδου στις δημοκρατικές εξελίξεις με την ταυτόχρονη υποβάθμιση της ουσίας των μηνυμάτων που η μαζική αντιδικτατορική πάλη εξέπεμπε και σφράγισε, σε όλη την πρώτη φάση, έντονης ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας».
Ο Ν. Βούτσης κάνει λόγο για μια «επιθετικά εμμονική ιδεολογική προσέγγιση» για την «ανάγνωση» όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου που αναδεικνύει εμβληματικά τις περιόδους διακυβέρνησης από τον Κ. Καραμανλή, τον Κ. Σημίτη και τον Κυρ. Μητσοτάκη αναγορεύοντάς τους ως πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής μεταρρυθμιστικής και δημοκρατικής εξέλιξης της χώρας, την ίδια στιγμή που παραλείπονται οι αναφορές σε άλλες πολιτικές προσωπικότητες όπως ο Α. Παπανδρέου και ο Α. Τσίπρας. «Ενώ, κατά το ίδιο αφήγημα, ο λαϊκισμός και ο δικαιωματισμός μαζί και με την εμμονική υπεράσπιση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων υπήρξαν τα εμπόδια που συνέβαλαν στην «καθυστέρηση» και τις χρόνιες παθογένειες στην οικονομία, την παραγωγή, τις διεθνείς σχέσεις, την ωρίμανση των θεσμών», τονίζει.
Η δεύτερη πλευρά του ίδιου αφηγήματος, συνεχίζει, με προφανή τη διάθεση απόκρυψης και συγκάλυψης των πολιτικών ευθυνών για τη χρεωκοπία της χώρας, «αποτελεί ήδη στην πρόσφατη πενταετία ένα προπαγανδιστικό όπλο για την ανάδειξη ως δήθεν «σωτήρων» των πολιτικών δυνάμεων και των ηγεσιών τους ως «μουσαφιραίων» του καθεστώτος απέναντι στη διεκδίκηση οποιασδήποτε προοδευτικής εναλλακτικής λύσης, την οποία συλλήβδην θεωρούν ως δήθεν ιστορικά υπόλογη για την κρίση και την πτώχευση».
«Οι παραπάνω αναφορές θεωρώ ότι εμπλουτίζουν αλλά και «προκαλούν» στο πλαίσιο της σχετικής συζήτησης που το τρέχον έτος αναπτύσσεται, για «τα 50 χρόνια Μεταπολίτευση». Γιατί μόνο μέσω της γόνιμης αντιπαράθεσης και του αναστοχασμού η συζήτηση αυτή θα έχει σημασία για το παρόν και το μέλλον του τόπου», καταλήγει.
Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης
Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (2011-12, 2013-15) Ευάγγελος Βενιζέλος αναφέρει ότι «η Μεταπολίτευση ως μετάβαση συνιστά το ιστορικό και θεσμικό θεμέλιο της Μεταπολίτευσης ως κατάστασης». Το θεμέλιο αυτό, λέει, αποδεικνύεται ανθεκτικό και ισχυρό. «Η μετάβαση από τη δικτατορία στη συντεταγμένη δημοκρατία υπήρξε ταχεία, συστηματική και αποτελεσματική και πιστώνεται πρωτίστως στον Κωνσταντίνο Καραμανλή αλλά και στην ευρύτατη στήριξη ή έστω συναίνεση όλου του πολιτικού φάσματος αλλά και αδιαμεσολάβητα της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας», τονίζει.
Ωστόσο υπογραμμίζει στο θεμέλιο αυτό της Μεταπολίτευσης «βρίσκεται βεβαίως ενσωματωμένο το καταγωγικό τραύμα που υπάρχει στην ίδια τη μήτρα της. Το πραξικόπημα της χούντας κατά του Προέδρου Μακαρίου και η τουρκική στρατιωτικής εισβολή στην Κύπρο οδήγησαν στην πτώση της δικτατορίας». Καταγράφεται συνεπώς, τονίζει, αυτή η ανυπέρβλητη αντίφαση επάνω στην οποία θεμελιώθηκε η πορεία του έθνους τα τελευταία 50 χρόνια: «Είναι 50 χρόνια αποκατεστημένης δημοκρατίας στην Ελλάδα, αλλά και 50 χρόνια συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής στο βόρειο τμήμα της Κύπρου».
«Το κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης που συνήφθη μετά το 1981 – αυτό το θυμάται η ελληνική κοινωνία και το πιστώνει ακόμη και σήμερα στον Ανδρέα Παπανδρέου- κατέρρευσε όμως με την οικονομική κρίση καθώς ήρθη η βεβαιότητα της εξέλιξης «από το καλό στο καλύτερο» , αμφισβητήθηκε η πεποίθηση ότι κάθε γενιά θα ζει καλύτερα από την προηγούμενη και καταργήθηκαν κεκτημένα που όλοι πίστευαν ότι ήσαν αμετάκλητα», υπογραμμίζει.
Παρότι, αναφέρει, τελικά διαφυλάχθηκε η «συναίνεση της Μεταπολίτευσης» και το θεσμικό, ευρωπαϊκό και διεθνές κεκτημένο της, «δεν διατηρήθηκε το κοινωνικό της συμβόλαιο και δεν αντικαταστάθηκε ακόμη από ένα νέο πλήρες και συμπεριληπτικό κοινωνικό συμβόλαιο. Αυτό συνδέεται με τις ασυμμετρίες του κομματικού συστήματος και την κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης που καταγράφεται».
Αν συνεπώς, καταλήγει, έπρεπε να διαλέξω ένα και μόνο ζήτημα ως αντικείμενο εορτασμού, προβληματισμού και συζήτησης για τα πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση ως στιγμή μετάβασης και για τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης ως περιόδου, «θα διάλεγα την «επίγνωση της Μεταπολίτευσης». Την ανάγκη να έχουμε επίγνωση του πολύτιμου κεκτημένου της Μεταπολίτευσης, του ιστορικού και θεσμικού της θεμελίου, του καταγωγικού της τραύματος που είναι ακόμη ανοικτό, της «συναίνεσης της Μεταπολίτευσης» που έχει επιτευχθεί παρά την περί του αντιθέτου εντύπωση, της εκκρεμότητας ως προς τη σύναψη ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου σε αντικατάσταση αυτού που ακύρωσε η οικονομική κρίση».
Γιάννης Δραγασάκης, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης
Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης 2015-2019 Γιάννης Δραγασάκης αναφέρει ότι τόσο η θετική όσο και η αρνητική κληρονομιά της μεταπολίτευσης αποτελούν αναγκαία συστατικά της αυτογνωσίας με την οποία πρέπει να σχεδιάσουμε το μέλλον μας στις νέες συνθήκες.
«Η δημόσια συζήτηση για τη μεταπολίτευση τείνει να καλύπτει όλη την περίοδο από την πτώση της δικτατορίας και μετά. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι η «μαύρη τρύπα της μεταπολίτευσης» ήταν η χρεοκοπία» τονίζει και υπογραμμίζει ότι «επειδή συχνά αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα αποκλειστικά της δημοσιονομικής σφαίρας θέλω επισημάνω ότι η χρεοκοπία, ήταν αποτέλεσμα τόσο της δημοσιονομικής διαχείρισης όσο και του παραγωγικού μοντέλου».
Από τη δεκαετία του 1970 και μετά η ελληνική οικονομία, λέει, είχε διανύσει μια μακρά πορεία αποβιομηχάνισης και συρρίκνωσης της παραγωγικής της βάσης και «υπήρξε μια αντίφαση ανάμεσα στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, που ήταν κεντρικός στόχος της μεταπολίτευσης, και στην απουσία ενός παραγωγικού μοντέλου που να διασφαλίζει τη βιώσιμη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση χωρίς η χώρα να περιθωριοποιείται και η κοινωνία να φτωχοποιείται». Η αντίφαση, τονίζει, «συγκαλυπτόταν με την υιοθέτηση ενός μοντέλου ανάπτυξης που βασιζόταν στο δανεισμό και το 2008 η Ελλάδα βρέθηκε ευάλωτη και αθωράκιστη απέναντι στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση και τελικά δεν απέφυγε τη χρεοκοπία. Η αλλαγή συνεπώς του εν λόγω προβληματικού μοντέλου είναι προτεραιότητα της νέας περιόδου».
Στα χρόνια της μεταπολίτευσής, αναφέρει, «λύθηκαν πολλά προβλήματα. Έγιναν θετικά βήματα σε πολλούς τομείς. Όμως η χρεοκοπία έδειξε τα όρια της πολιτικής οικονομίας στην οποία στηρίχθηκε. Είναι αναγκαίο ένα νέο παράδειγμα, ένας άλλος τρόπος συζήτησης των προβλημάτων, σχεδιασμού της πολιτικής, λειτουργίας της δημοκρατίας, κοινωνικού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας και των ανεξέλεγκτων συμφερόντων».
«Κεντρικός στόχος και διαρκής μέριμνα πρέπει να είναι η δημιουργία των κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων για το ποιοτικό άλμα που χρειαζόμαστε, για την αποπαγίδευση της κοινωνίας από μη βιώσιμες καταστάσεις και κινδύνους για νέα ορατά αδιέξοδα», λέει τονίζοντας ότι «κεντρική διαχωριστική γραμμή και κριτήριο για την ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, και ειδικότερα του αριστερού και προοδευτικού χώρου, είναι η αναγνώριση της ανάγκης και η δέσμευση για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και των όρων της αναδιανομής του παραγόμενου και συσσωρευμένου πλούτου, με στόχο την αναβάθμιση της εργασίας, την προστασία του περιβάλλοντος, την αντιστροφή του Brain Drain, τη βιωσιμότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη».
Πρώην αρχηγοί κομμάτων
Αλέκα Παπαρήγα, τέως ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Η τέως ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλέκα Παπαρήγα αναφέρει ότι αν επιχειρήσει κανείς έναν ισολογισμό της περιόδου 1974-2024 «θα βγάλει το συμπέρασμα ότι οι εργατικοί – λαϊκοί αγώνες στους οποίους σταθερά πρωτοστάτησε το ΚΚΕ και ένα σημαντικό μέρος του λαού, έφεραν ορισμένες κατακτήσεις, που όμως δεν ήταν σε θέση να εδραιωθούν και να εξελιχθούν σε πιο ουσιαστικές, δεν είχαν βιωσιμότητα. Αν και προϊόν αγώνων, αξιοποιήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για την καλλιέργεια της ουτοπίας ότι σιγά- σιγά, χωρίς πολιτική γραμμή ρήξης, είναι δυνατόν ήρεμα και χαλαρά, να προστεθούν νέες κατακτήσεις κλπ».
Το τι πρέπει να γίνει, τονίζει, προκύπτει και από την ιστορική πείρα του 19ου του 20ου και των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα και «συνοψίζεται σε ένα γενικευμένο σύνθημα, με υποκείμενους παραμέτρους, που στηρίζεται στη θέση ότι όταν οι λαοί και ο ελληνικός λαός κατανοήσουν βαθειά την ανεξάντλητη δύναμη που έχουν, όταν κατανοήσουν ότι ο βασικός τους εχθρός είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα της ταξικής εκμετάλλευσης, της κρίσης και του πολέμου, τότε θα ανοιχτεί πιο πλατιά, πιο δυναμικά ο δρόμος της αντεπίθεσης, της ρήξης και της ανατροπής». Σ’ αυτόν το δρόμο, λέει «το ΚΚΕ θα είναι, όπως πάντα, στην πρώτη γραμμή, γιατί πιστεύει όχι μόνο στο δίκιο του λαού, των λαών αλλά και στη δύναμή τους να νικήσουν».
Αλέκος Αλαβάνος, πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ
Ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέκος Αλαβάνος λέει χαρακτηριστικά και βιωματικά: «Δεν είμαι πια νέος όπως τότε, ή έστω μεσήλικας σε επαφή με την προηγούμενη φάση. Είμαι μεγάλος, είμαι 74 ετών, είμαι γέρος. Το σημαντικό δεν είναι τόσο τι δεν έγινε μέσα στο μισό αιώνα που πέρασε, αλλά τι στράβωσε αυτές τις δεκαετίες. Κι ακόμα πόσο λυπηρό αλλά και προσβλητικό στον λαό, το γεγονός ότι ορισμένα πρόσωπα της γενιάς μου από τον ριζοσπαστικό χώρο, πρόδωσαν το λαό μας, δεν δίστασαν να ψηφίσουν ως βουλευτές της δήθεν αριστεράς το αυταρχικό, αντιλαϊκό, υβριστικό και περιφρονητικό για όλη την πατρίδα μου Τρίτο Μνημόνιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
«Τα αιτήματα, οι σκοπεύσεις, οι επιδιώξεις μας για μια πατρίδα με έμπνευση, με ευρηματικότητα, με ανθρωπισμό, με μελέτη, με τάση προς την καινοτομία, με εφευρετικότητα ισχύουν με το ίδιο σχεδόν τρόπο με όταν ξεκινούσαν οι πολιτικές στην έναρξη των πέντε δεκαετιών», τονίζει και καταλήγει:
«Η γενιά μου έχασε τα όνειρά της, της αρχής της πεντηκονταετίας . Ας ξανανθίσει στις νέες γενιές το όραμα που μαράθηκε στα δικά μας χρόνια, λυπημένα πια κι ίσως δυστυχισμένα».
Νίκος Κωνσταντόπουλος, πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού
Ο πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού Νίκος Κωνσταντόπουλος τονίζει ότι «η «διαρκής δημοκρατία» και η Ευρωπαϊκή Ελλάδα, στις οποίες αναφερόμαστε, ως κεκτημένα μετά το 1974, ξέρουμε ότι είναι μία δημοκρατία με ελλείμματα και μία πατρίδα με εμφανείς αντιφάσεις, σοβαρές πολιτικές αδυναμίες και μεγάλες κοινωνικές ανισότητες». Όταν, λοιπόν, υπογραμμίζει, γιορτάζουμε τα πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση του 1974, «οφείλουμε να απαντάμε, απερίφραστα, στο γιατί «η καλύτερη και διαρκέστερη δημοκρατία» οδήγησε κι οδηγήθηκε στη δραματική χρεωκοπία, στην υποτέλεια των μνημονίων και την επιτήρηση των δανειστών, στη διασπάθιση του δημοσίου πλούτου και στη γενικευμένη διαφθορά, στην ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης και κρατικής λειτουργίας να αντιληφθεί διορατικά και να αντιμετωπίσει δραστικά την πραγματικότητα».
«Όταν το ιστορικό γεγονός γίνεται επετειακή εκδήλωση, η ιστορική μνήμη δεν πρέπει να γίνεται συμβατικό αφήγημα, αλλά δραστική αγωνιστική συνείδηση, που θα εμπνέει συλλογική αισιοδοξία και δημιουργική έγερση των ριζοσπαστικών δυνάμεων, που υπάρχουν κι επιμένουν παντού», αναφέρει.