Πώς έγινε η αρπαγή του πλούτου των Ελλήνων από τους κατακτητές; – Η Συνδιάσκεψη της Ρώμης (1942), που καθόρισε τα έξοδα κατοχής – Πόσα είναι τα χρήματα του κατοχικού δανείου με σημερινές τιμές;
Το γερμανικό σχέδιο για αφαίμαξη του ελληνικού πλούτου
Η Γερμανία πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατείχε την πρωτοκαθεδρία στις εμπορικές συναλλαγές με την Ελλάδα. Όταν όμως αποφασίστηκε η εισβολή συντάχθηκε λεπτομερές σχέδιο για την εκμετάλλευση της ελληνικής οικονομίας. Αυτό δεν έγινε από στρατιωτικούς, αλλά από στελέχη γερμανικών εταιρειών με επικεφαλής την IG Farben. Ο Μαρκ Μαζάουερ αναφέρει ότι επιχειρηματίες με βαθιά γνώση του βαλκανικού χώρου βρίσκονταν αποσπασμένοι στο οικονομικό επιτελείο της Βέρμαχτ. Οι ίδιοι στη συνέχεια στάλθηκαν στις κατεχόμενες χώρες της ΝΑ Ευρώπης για να επιβλέψουν τη λεηλασία που είχαν σχεδιάσει.
Ανώτατος πολιτικός υπάλληλος της γερμανικής διοίκησης στην Ελλάδα ορίστηκε ο πληρεξούσιος του Ράιχ δόκτωρ Gunther Altenburg που παρέμεινε στη χώρα μας ως τα τέλη του 1943, ο Αυστριακός ναζιστής Hermann Neubacher ανέλαβε τον οικονομικό έλεγχο, ενώ σημαντικό ρόλο στη χειραγώγησή του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στα χρόνια της Κατοχής έπαιξε ο Γερμανός Επίτροπος στην Τράπεζα της Ελλάδος Paul Hahn, ανώτερο στέλεχος της Reichsbank. Οι Ναζί ξεκίνησαν τις αρπαγές μέσω απαλλοτριώσεων. Η σοδειά της σταφίδας, του κρασιού, του ελαιόλαδου, του καπνού και του μεταξιού εξασφαλίστηκε για τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις. Το 1942, το 76% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνονταν στη Γερμανία και το υπόλοιπο 24% στην Ιταλία. Παράλληλα, 335 ελληνικά εργοστάσια δούλευαν ασταμάτητα για τη Βέρμαχτ!
Τα «μάρκα κατοχής» και ο Αθανάσιος Σμπαρούνης
Για αρκετούς μήνες, οι χρηματοδοτικές ανάγκες των μονάδων του Άξονα που βρίσκονταν στην Ελλάδα καλύπτονταν από τα «Χαρτονομίσματα Πιστωτικών Ταμείων του Ράιχ» (R.K.K.S), γνωστότερα ως «μάρκα κατοχής» και τις αντίστοιχες «μεσογειακές δραχμές» που είχαν εκδώσει νωρίτερα οι Ιταλοί, καθώς ήταν σίγουροι για την επικράτησή τους επί των Ελλήνων. Τα R.K.K.S. είχαν χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά στην κατεχόμενη Πολωνία το 1939. Την «πατέντα» αυτή επινόησε ο Ναζί τραπεζίτης Χιάλμαρ Σαχτ και την εφάρμοσε στο κατεχόμενο Βέλγιο. Ως διοικητής της Reichsbank και αργότερα Υπουργός Οικονομικών του Χίτλερ εμπνεύστηκε το σχέδιο με τα «νομίσματα κατοχής» για την αρπαγή δημόσιων και ιδιωτικών περιουσιών στις χώρες που είχαν κυριαρχήσει οι Ναζί. Ο Βασίλης Μανουσάκης, σε διδακτορική διατριβή του (ΑΠΘ, 2014) υπολογίζει ότι τα κατοχικά μάρκα που βρίσκονταν σε κυκλοφορία αντιστοιχούσαν το καλοκαίρι του 1941 στο 29% των δραχμών που κυκλοφορούσαν.
Το ίδιο συνέβαινε και με ιταλικά «νομίσματα». Αυτά τα ιδιότυπα τραπεζογραμμάτια μοιράστηκαν στους στρατιώτες, που έκαναν χωρίς κόστος, αγορές κάθε είδους προϊόντων. Έτσι, αξιωματικοί και οπλίτες με νομίσματα που δεν είχαν καμία αξία εκτός Ελλάδας αγόραζαν από γυναικείες κάλτσες μέχρι ηλεκτρικά είδη και τα έστελναν ως δώρα στη Γερμανία. Η αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας κατά τουλάχιστον 40% μέσα σε λίγες εβδομάδες εκτόξευσε τον πληθωρισμό. Άλλωστε όλο το χρήμα που κυκλοφορούσε στην ελληνική αγορά δεν είχε καμία κάλυψη. Με εξαίρεση ένα μικρό φορτίο χρυσών λιρών και άλλων νομισμάτων που έμεινε στην Κρήτη, η ελληνική κυβέρνηση είχε καταφέρει με μυθιστορηματικό τρόπο να φυγαδεύσει όλο τον ελληνικό χρυσό στον τόπο εξορίας της.
Η απαξίωση των κατοχικών νομισμάτων, η αποσταθεροποίηση της δραχμής, ο διογκούμενος πληθωρισμός και η έκρηξη του μαυραγοριτισμού θορύβησαν όχι μόνο τη δωσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου, αλλά και τις Αρχές Κατοχής, που μην θέλοντας να επωμιστούν το βάρος μιας διαχειριστικής αποτυχίας αποφάσισαν να δημιουργήσουν επίσημους λογαριασμούς εξόδων κατοχής, για να είναι σύννομοι, υποτίθεται, με τις προβλέψεις του Κανονισμού Χερσαίου Πολέμου της Σύμβασης της Χάγης (1907). Φυσικά, τους ενδιέφερε μόνο η αφαίμαξη του ελληνικού πλούτου και όχι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια των ηττημένων…
Οι Ναζί θέλησαν να κάνουν το ελληνικό κράτος συνένοχο στις έκνομες ενέργειές τους. Ζήτησαν εγγράφως τις απόψεις του ελληνικού Υπουργείου Οικονομικών, για μια «εύλογη εκτίμηση» των εξόδων κατοχής που θα τους επέτρεπε να εμφανίσουν τη λεηλασία ως προϊόν «συναπόφασης». Για κακή τους τύχη όμως, την έκθεση συνέταξε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Αθανάσιος Σμπαρούνης (1892-1987). Στον Σμπαρούνη είχαμε αναφερθεί και την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς ήταν ένας από αυτούς που πρότειναν να ζητήσει η χώρα μας και την Κυρηναϊκή στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων. Δεν ήταν όμως ένας γραφικός ή τυχαίος οικονομολόγος. Γεννημένος στο Ευπάλιο Φωκίδας, ήταν μαζί με τον Άγγελο Αγγελόπουλο από τους πρώτους διδάκτορες που αναγόρευσε η ΑΣΟΕΕ (νυν ΟΠΑ).
Στέλεχος του Υπουργείου Οικονομικών από το 1925 δεν πρόλαβε να φύγει για το Κάιρο (κάτι που έκανε το 1943) και παρέμεινε στην Αθήνα. Διετέλεσε Υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Πλαστήρα το 1945 και υπήρξε ισόβιο μέλος ξένων Ακαδημιών. Ο Σμπαρούνης στην αναφορά του, που θα είχε ως αποδέκτη τον πανίσχυρο Γερμανό πληρεξούσιο Άλτενμπουργκ, δεν δίστασε να παίξει κορόνα-γράμματα τη ζωή του, γράφοντας ότι τα εύλογα «έξοδα κατοχής» για το επτάμηνο που είχε μεσολαβήσει ήταν 3-4 δισεκατομμύρια δραχμές, με βάση την έκταση και τον πληθυσμό της Ελλάδας, αλλά και το γεγονός ότι η χώρα ήταν αφοπλισμένη. Οι Γερμανοί είχαν αρπάξει τουλάχιστον επτά φορές περισσότερα χρήματα από τα κρατικά ταμεία ως τότε και έπρεπε να δικαιολογήσουν την υπέρβαση.
Η αναφορά του Σμπαρούνη όμως τους παγίδευσε. Παραθέτουμε ένα απόσπασμά της, που δείχνει πόσο αριστοτεχνικά διατυπωμένη ήταν: «Αναγνωρίζομεν βεβαίως ότι η Μεσόγειος θάλασσα είναι θέατρον πολέμου και ότι επομένως αι Δυνάμεις του Άξονος δύνανται να κρίνωσι σκόπιμον να διατηρήσωσιν εν Ελλάδι στρατόν με δυνάμεις μεγαλύτερας από τας απαιτούμενας δια την απλήν κατοχήν. Αι δαπάναι όμως του, εκ των δυνάμεων τούτων, υπερβάλλοντος τας ανάγκας της κατοχής δεν είναι ορθόν να βαρύνωσιν την Ελλάδα, διότι, δεν είναι Δαπάναι Κατοχής». Ο Σμπαρούνης μετά τη γενναία του έκθεση περιθωριοποιήθηκε (ευτυχώς ήταν η μόνη «τιμωρία» γι’ αυτόν) και υποχρέωσε τους Γερμανούς να οδηγηθούν στη λύση του «αναγκαστικού δανείου», που νομιμοποιεί σήμερα τις ελληνικές αξιώσεις. Παράλληλα, με την έκθεσή του υποχρέωσε τους Γερμανούς να καταγράφουν πλέον ό,τι επιπλέον άρπαζαν από τα κρατικά ταμεία. Αυτά τα «έξτρα» ποσά, ήταν χρωστούμενα στο ελληνικό κράτος.
Η Συνθήκη της Ρώμης (1942) και η «επισημοποίηση» του δανεισμού των κατακτητών
Τον τραγικό χειμώνα 1941-1942 η οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε με συνεχή έκδοση ακάλυπτων πληθωριστικών δραχμών. Η συνεχής έκδοση δραχμών και οι τεράστιες δυσκολίες ανεφοδιασμού της χώρας σε τρόφιμα οδήγησε σε πλήρη απώλεια του ελέγχου των τιμών. Καθώς η λιμοκτονία του ελληνικού πληθυσμού έλαβε διεθνείς διαστάσεις, οι Γερμανοί έριξαν τις ευθύνες στους Βρετανούς, λέγοντας ότι με τον ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας είχαν οδηγήσει σ’ αυτή την τραγωδία. Αργότερα όμως, καθώς δεν έπεισαν και πολλούς, βρήκαν ένα πιο εύκολο θύμα, τους συμμάχους τους Ιταλούς που είχαν τη διοικητική ευθύνη για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας. Ο γαμπρός του Μουσολίνι και Υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας Γκαλεάνο Τσιάνο σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Οι Γερμανοί πήραν από τους Έλληνες μέχρι και τα κορδόνια των παπουτσιών τους και τώρα προσπαθούν να μετατοπίσουν την ευθύνη για την οικονομική κατάσταση στους ώμους μας». Επρόκειτο προφανώς για σκέψεις του Μουσολίνι, που θεωρούσε ότι οι Γερμανοί συνεχώς απαξίωναν τους Ιταλούς. Οι Ναζί δεν νοιάζονταν για τους δεκάδες χιλιάδες θανάτους Ελλήνων το 1941-42, αλλά για το πώς θα ξεζουμίσουν ακόμα περισσότερο την ήδη αποστραγγισμένη ελληνική οικονομία.
Στις 14 Μαρτίου 1942 στη Συνδιάσκεψη της Ρώμης συντάχθηκε μυστικό ιταλογερμανικό πρωτόκολλο με τη χώρα μας απούσα. Το περιεχόμενο της συμφωνίας κοινοποιήθηκε στην Ελλάδα εννιά μέρες αργότερα. Σύμφωνα με αυτό, τα έξοδα κατοχής χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: σε 1,5 δις δραχμές που έπρεπε η Ελλάδα να πληρώνει σε μηνιαία βάση, ως δαπάνες συντήρησης των ξένων στρατευμάτων (αυτά προέκυπταν (;) από τη σύμβαση της Χάγης του 1907) και στα «υπόλοιπα». Αυτά αφορούσαν τις επιπλέον ανάγκες της κατοχικής στρατιωτικής διοίκησης, που θα προκαταβάλλονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος ως άτοκο δάνειο σε δραχμές. Το υποχρεωτικό αυτό δάνειο χρεωνόταν στη γερμανική και την ιταλική διοίκηση για να αποπληρωθεί «κάποια στιγμή στο μέλλον». Η Ελληνική Κεντρική Τράπεζα, σχετικά με τις μηνιαίες τακτικές δόσεις έπρεπε να μεριμνά για την τιμαριθμική αναπροσαρμογή τους, ώστε να αντιστοιχούν πάντα σε 25 εκατομμύρια μάρκα. Οι Γερμανοί έπεσαν στην «παγίδα Σμπαρούνη» και υπέγραψαν επίσημες συμβάσεις με νομική ισχύ. Σε αυτές στηρίζεται η ελληνική διεκδίκηση επιστροφής των λεγομένων «εξόδων κατοχής» που αντλήθηκαν με τη μορφή υπεξαιρέσεων και αναγκαστικού δανεισμού.
Το Κατοχικό Δάνειο σήμαινε πρακτικά ότι η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλλει σε μηνιαίες δόσεις προς τη Γερμανία το μισό της ετήσιας νομισματικής της κυκλοφορίας για να χρηματοδοτεί πλέον και τις γερμανικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική! Τον Ιούνιο του 1942, ενώ οι Ιταλοί αντλούσαν κάθε μήνα 1,7 δις δραχμές, οι Γερμανοί έπαιρναν 17 δις δραχμές σε ένα μήνα! Οι Γερμανοί διατηρούσαν 70.000 στρατιώτες στην Ελλάδα και οι Ιταλοί 200.000! Τα έξοδα συντήρησης των στρατευμάτων κατοχής έφτασαν σταδιακά στα 2/3 του ελληνικού Α.Ε.Π. και σύντομα, λογιστικά, το ξεπέρασαν!
Ενδεικτικά είναι όσα έγραψε σε άρθρο του ο Αλέξανδρος Ν. Διομήδης (1874-1950), οικονομολόγος και πολιτικός, πρωθυπουργός της χώρας μας από τις 30 Ιουνίου 1949 ως τις 6 Ιανουαρίου 1950 (μεταφέραμε το κείμενο σε απλή δημοτική): «Η Ελλάδα δεν επιβαρύνθηκε απλά και μόνο με τα έξοδα τα αναγκαία για τη στρατιωτική κατοχή της, που κατά τη Σύμβαση της Χάγης βαρύνουν την κατεχόμενη χώρα… Πέρα όμως από αυτά τα έξοδα ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι εφάρμοσαν στη φτωχότερη ευρωπαϊκή χώρα και κατά τον απηνέστερον (πλέον αμείλικτο) τρόπο, τη θεωρία τους ότι ο πόλεμος πρέπει να αυτοσυντηρείται. Όντως η Γερμανία δεν επιτέθηκε εναντίον της Ελλάδας για να καθυποτάξει τους Έλληνες, αλλά γιατί ο γεωγραφικός αυτός χώρος θα χρησίμευε ως διάβαση προς την Αφρική. Λόγω αυτού διατήρησαν οι κατακτητές επιπλέον της τριετίας στρατεύματα στην Ελλάδα πολλαπλάσια των όσων χρειάζονταν για την κατοχή της. Και όχι μόνο συντηρήθηκαν με απομύζηση του τόπου και βαρύτατες πληρωμές σε μετρητά, αλλά επιπλέον κεφαλαιοδότησε η Ελλάδα σε όφελος της Γερμανίας τον πόλεμο στην Αφρική. Γι’ αυτό, πέρα από τα έξοδα κατοχής, εξανάγκασε τις «δουλεύουσας εις αυτήν» (αναφέρεται στις δωσιλογικές) κυβερνήσεις και την Τράπεζα της Ελλάδος σε έκδοση ογκωδών ποσών σε δραχμές, τεράστια δυσανάλογες προς την οικονομική δύναμη της χώρας».
Ο Σμπαρούνης μεταπολεμικά χαρακτήρισε την αποδοχή της Συνθήκης της Ρώμης από την ελληνική κυβέρνηση, ως πράξη δωσιλογισμού: «Η κυβέρνησις των Αθηνών αντί, ως όφειλε, και ως συνεστήθη εις αυτήν (εννοεί από τον ίδιο), να δηλώσει ότι αρνείται να πληρώσει οιανδήποτε προκαταβολήν… ετήρησε στάσιν ενδοτικήν».
Στο μεταξύ η κατάσταση με τα οικονομικά είχε αρχίσει να ξεφεύγει τελείως στην Ελλάδα. Ο Γερμανός επίτροπος στην Τράπεζα της Ελλάδος Πολ Χαν παραδέχτηκε ότι «τον Οκτώβριο του 1942 η κυκλοφορία τραπεζογραμματίων είχε φτάσει στο δεκατριπλάσιο της προπολεμικής περιόδου». Τον Ιούλιο του 1942 ο εκλεκτός των Ιταλών Υπουργός Οικονομικών Γκοτζαμάνης (μαιευτήρας με σπουδές στην Πάντοβα) έστειλε υπόμνημα στον Μουσολίνι αναφέροντας ότι η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Επιστρέφοντας από τη Λιβύη, ο Ντούτσε πέρασε από την Αθήνα και έγραψε στον Φίρερ ότι κάτι πρέπει να γίνει με τα έξοδα κατοχής, γιατί η Ελλάδα δεν θα άντεχε. Εκνευρισμένος ο Χίτλερ απάντησε ότι επρόκειτο για έργα υποδομών που θα ωφελούσαν τους Έλληνες.
Βάφτισε μάλιστα τα κατοχικά έξοδα (Besatzungskosten)σε «έξοδα ανοικοδόμησης» (Aufbankosten)! Βέβαια τα περισσότερα έργα που γίνονταν για όφελος των Ελλήνων κατασκευάζονταν με χρήματα του ελληνικού προϋπολογισμού, ενώ όπως αναφέρεται στην έκθεση Nestler, ενός από τους Επιτρόπους των Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα, με αρμοδιότητα στο Υπουργείο Οικονομικών, περίπου το 98,8% των έργων που πληρώθηκαν από τις δαπάνες κατοχής ήταν για όφελος αποκλειστικά των κατοχικών δυνάμεων. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου, βλέποντας ότι τα πράγματα παίρνουν ανεξέλεγκτη τροπή, έστειλε στο Βερολίνο τον Γκοτζαμάνη για να πει ότι η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο. Καθώς ο Γκοτζαμάνης ήταν ανίδεος, κλήθηκε ο παραγκωνισμένος Σμπαρούνης να τον συνοδεύσει.
Σμπαρούνης και Γκοτζαμάνης στο Βερολίνο- Αποτυχία της αποστολής- Κυβέρνηση Λογοθετόπουλου- Το κλίρινγκ και η εταιρεία Degriges
Για να συμμετάσχει στην αποστολή ο Σμπαρούνης έθεσε σαφείς όρους σε γραπτό του υπόμνημα με τίτλο «Προϋποθέσεις Αποστολής στο Βερολίνο» που κοινοποίησε και στον Τσολάκογλου. Σ’ αυτό έγραφε μεταξύ άλλων: «Οφείλομεν να αντιτάξωμεν εν(ένα) ρητόν και κατηγορηματικόν NON POSSUMUS».
Το «non possumus» («δεν μπορούμε») παραπέμπει στη φράση των πρώτων Χριστιανών μαρτύρων στον διώκτη τους Διοκλητιανό (284-305). Στο Βερολίνο, ο Γκοτζαμάνης προσποιούμενος τον ασθενή κλείστηκε σ’ ένα ιδιωτικό ιατρείο και άφησε τον Σμπαρούνη με πέντε ανώτερους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος, να διαπραγματεύεται με 23 Γερμανούς διπλωμάτες, εμπειρογνώμονες και πολιτικούς. Ο Σμπαρούνης τους είπε ότι η Ελλάδα δεν αντέχει άλλο να χρηματοδοτεί τις δυνάμεις του Άξονα. Οι Γερμανοί αναγνώρισαν τα ελληνικά δίκαια, αλλά κατέληξαν λέγοντας ότι προέχουν οι πολεμικές ανάγκες του Ράιχ και οι δαπάνες έπρεπε να συνεχιστούν. Ο Σμπαρούνης αποχώρησε από τις συνομιλίες. Ο Γκοτζαμάνης πήγε στην Ιταλία για διαβουλεύσεις, αλλά έφυγε από τη Ρώμη με άδεια χέρια. Οι Γερμανοί οδήγησαν την κυβέρνηση Τσολάκογλου σε παραίτηση. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο γερμανόφιλος καθηγητής ιατρικής Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, που έσπευσε να συνάψει νέα συμφωνία με τους Ναζί με την οποία τα όρια των μηνιαίων αναλήψεών τους έφταναν τα 8 δις δραχμές.
Παράλληλα επιστρατευόταν και το κλίρινγκ (συμψηφισμός) για έμμεση χρηματοδότηση των γερμανικών αναγκών. Για τον σκοπό αυτό ιδρύθηκε η εταιρεία «Degriges». Τα ελληνικά προϊόντα έφταναν πάμφθηνα στη Γερμανία, ενώ τα εισαγόμενα είδη, που κατέληγαν κυρίως στον κατοχικό στρατό, χρεώνονταν μέσω δασμών, υπερτιμολογημένα από 300% έως 600%! Με τα έσοδα από τους δασμούς, το Βερολίνο επιδοτούσε τις πληθωριστικές τιμές των ελληνικών προϊόντων για να φτάνουν σε λογικές τιμές στη Γερμανία. Η λιμοκτονούσα Ελλάδα δηλαδή, επιδοτούσε τον γερμανικό τιμάριθμο. Μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων στο Βερολίνο, οι κατακτητές έστειλαν στην Ελλάδα τον αυστριακής καταγωγής κομισάριο Χέρμαν Νοϊμπάχερ και τον Ιταλό τραπεζίτη Alberto d’ Agostino για να δαμάσουν τον πληθωρισμό.
Το σημαντικό που πέτυχε η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου ήταν η συμφωνία της 02/12/1942, γιατί σ’ αυτή ορίζεται ρητά ότι η Γερμανία έπρεπε ν’ αρχίσει την αποπληρωμή του άτοκου δανείου σε δόσεις από τον Απρίλιο του 1943 μέσω της «Degriges». Θα στήριζαν δηλαδή οι Γερμανοί την αποπληρωμή των χρωστούμενων στα καταχρηστικά κέρδη του κλίρινγκ! Ο Νοϊμπάχερ έλαβε κάποια μέτρα που βελτίωσαν προσωρινά την κατάσταση. Καθώς όμως τα πράγματα δυσκόλευαν, έριξε στην αγορά μεγάλες ποσότητες από χρυσές λίρες, που αποτελούσαν βασικό σημείο αναφοράς στις δοσοληψίες μεταξύ μαυραγοριτών. Πού είχε βρει όμως τις χρυσές λίρες ο Νοϊμπάχερ;
Η ληστεία των Ελλήνων Εβραίων από τους Ναζί- Η κυβέρνηση Ράλλη- Οι αστρονομικές τιμές προϊόντων μετά την Απελευθέρωση
Μόλις στις αρχές του 21ού αιώνα ένας Γερμανός δημοσιογράφος και ιστορικός, με τουρκικές ρίζες, ο Gotz Haydar Aly ανακάλυψε ότι ο χρυσός αυτός προερχόταν από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και τον είχαν αρπάξει οι Ναζί! Το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο εκτιμά ότι συνολικά κλάπηκαν 12 τόνοι καθαρού χρυσού (1,7 εκ. χρυσές λίρες ή 34 εκ. μάρκα της εποχής). Πιθανότατα, στην ελληνική αγορά «έπεσαν» και χρυσά νομίσματα που άρπαξαν οι Ναζί από Εβραίους και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ενώ είναι εξακριβωμένο ότι απαλλοτρίωσαν και τον χρυσό που είχε μείνει κατά λάθος στην Κρήτη, όπως και μπάρες ασημιού και κοσμήματα του πολεμικού εράνου στο Ηράκλειο Κρήτης.
Η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Η τρίτη και τελευταία κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη, που ανέλαβε καθήκοντα τον Απρίλιο του 1943, βρέθηκε μπροστά σε εξωφρενικές απαιτήσεις των Ναζί. Υπουργός Οικονομικών ανέλαβε ο γερμανόφιλος Έκτορας Τσιρονίκος, που οπισθογραφούσε επιταγές χωρίς να ενημερώσει τις υπηρεσίες του Υπουργείου. Μετά την πτώση του Μουσολίνι οι Γερμανοί ζήτησαν από τον Ιωάννη Ράλλη 400 δις δραχμές!
Τελικά, οι Γερμανοί παρέκαμψαν την «Ελληνική Πολιτεία» (έτσι ονόμαζαν το κατοχικό κράτος) και με μια απλή εντολή του επιτρόπου Χαν και υπογραφή του δοτού διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Σπύρου Χατζηκυριάκου εκταμίευαν όποια ποσά ήθελαν. Λίγο πριν φύγουν από την Ελλάδα, οι Ναζί σήκωσαν το ταμείο του υποκαταστήματος της Κεντρικής Τράπεζας στη Θεσσαλονίκη. Με τα χρήματα που πήραν πλήρωσαν με πληθωριστικές δραχμές κάποιους προμηθευτές. Από τις 10 Ιουλίου 1944 άρχισαν να τυπώνονται χαρτονομίσματα ονομαστικής αξίας εκατομμυρίων. Ένα αβγό που το 1941 στοίχιζε 3 δραχμές, έφτασε να πωλείται προς 3 δις δραχμές! Οι τιμές των αγαθών ανέβαιναν θεαματικά μέσα σε λίγες ώρες. Ο Γάλλος φιλέλληνας Ροζέ Μιλλιέξ γράφει στις 2 Νοεμβρίου 1944 στο ζεύγος Μερλιέ που βρισκόταν στη Γαλλία (ο Οκτάβιος Μερλιέ διηύθυνε το Γαλλικό Ινστιτούτο), ότι αγόρασε μια εφημερίδα αντί 6 δις δραχμών στις 8 π.μ. Στη 1 μ.μ. η ίδια εφημερίδα είχε φτάσει να πωλείται προς 14 δις!
Η ελληνική κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τον νόμο 18/11 του Νοεμβρίου 1944 «έκοψε» τα μηδενικά από τα χαρτονομίσματα. Έτσι 1 νέα (μετακατοχική) δραχμή, αντιστοιχούσε σε 50 δις (κατοχικές) δραχμές! Η τεράστια ζημιά που προκάλεσαν και στην οικονομία οι Γερμανοί φαίνεται από τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό. Τον παρέλαβαν ισολογισμένο και το 1943/44 τα έσοδα κάλυπταν μόλις το 6% των εξόδων! Προς το τέλος της Κατοχής, οι άμεσες πληρωμές για τις ανάγκες της Βέρμαχτ μόνο, έφταναν στο πενταπλάσιο των δημοσίων εσόδων της χώρας μας…
Επίλογος
Δεν χωρά αμφιβολία ότι το κατοχικό δάνειο αποτελεί οφειλή, με αποδείξεις, της Γερμανίας προς τη χώρα μας. Οι Γερμανοί σύμφωνα με τον αείμνηστο Ξενοφώντα Ζολώτα αποπλήρωσαν μόνο 19 δόσεις του δανείου, ενώ ο καθηγητής Παναγιώτης Δερτιλής γράφει ότι επέστρεψαν ποσό 910.683 χρυσών λιρών. Κάποιοι θεωρούν τις πληρωμές αυτές πλασματικές. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους υπολογίζει, σε σημερινές τιμές, το ποσό των γερμανικών οφειλών σε 10,3 δις ευρώ. Ο φιλέλληνας καθηγητής Χάγκεν Φλάισερ, που κατηγορείται από τους συμπατριώτες του Γερμανούς ως… πράκτορας των Ελλήνων, γιατί κατέχει και ελληνικό διαβατήριο κάνει λόγο για 6-7 δις ευρώ, χωρίς τους τόκους. Ο οικονομολόγος Τζανέτος Γκούσκος ανεβάζει το ποσό, μεταξύ 240,5 και 311 δις ευρώ. Τέλος, ο Δημοσθένης Κούκουνας αναφέρει ότι η γερμανική οφειλή από το κατοχικό δάνειο αγγίζει τα 500 δις ευρώ. Φυσικά, οι Γερμανοί δεν αναγνωρίζουν καμία οφειλή, αλλά και καμία ελληνική κυβέρνηση ως τώρα δεν τόλμησε να διεκδικήσει με επιχειρήματα και αποδείξεις, που υπάρχουν, τα χρήματα από το δάνειο της Κατοχής…
Πηγή: ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΡΒΑΛΙΑΣ, «ΓΙΑΒΟΛ! ΑΙΜΑ, ΛΗΘΗ ΚΑΙ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑ», Δ’ εμπλουτισμένη έκδοση, Εκδόσεις πεδίο 2024.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Χαρβαλιά για την εμπιστοσύνη του και την πολύτιμη βοήθειά του.