Ηρακλής Ρούπας: Η αναγκαία «Αναγέννηση» της ανεξάρτητης αναπτυξιακής και χρηματοδοτικής πορείας Δήμων και Περιφερειών

0
50

Διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον το άρθρο του υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργό κυρίου Κοντογεώργη σχετικά με τις «διαπεριφερειακές» ανισότητες, όπως τις χαρακτηρίζει.

Μάλλον θα εννοούσε τις προβληματικές από πλευράς ανάπτυξης περιφέρειες όπως για παράδειγμα η Δυτική Ελλάδα. Με χαρά πάλι διάβασα την διαπίστωσή του ότι «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα».

Κάλιο αργά παρά ποτέ θα έλεγα. Ας σταθούμε στις διαπιστώσεις αυτές και ας πάμε ένα βήμα παραπέρα:

Αν υποθέσουμε πως η κρίση ώθησε την κυβέρνηση στην παραδοχή της ύπαρξης αναπτυξιακού ελλείματος και επακόλουθα την οδηγεί στην αναθεώρηση των βασικών αρχών του σχεδίου της φιλοσοφίας του Αναπτυξιακού Ταμείου – βασισμένο στο περιβόητο σχέδιο Πισσαρίδη – τότε δεν είναι αργά να δομήσουμε ένα «συμπληρωματικό» μοντέλο στην βάση της «αυτοανάπτυξης» των Περιφερειών. Μία νέα προσέγγιση που βέβαια δεν είμαι σίγουρος πως η κυβέρνηση μπορεί να υπηρετήσει. Παρά τις διαπιστώσεις του κυρίου Κοντογεώργη.

Η λογική προσέγγιση οδηγεί στο συμπέρασμα πως εφόσον η παραγωγική διάρθρωση της χώρας δεν είναι δυνατόν να προσομοιασθεί με άλλης χώρας της Ευρωζώνης, θα πρέπει να επιλεγεί ένα σύνθετό αναπτυξιακό μείγμα καθώς η, «νεοκευνσιανή» προσέγγιση της διοχέτευσης πόρων μόνον σε μεγάλα έργα και σχήματα – ενώ επί της αρχής προσδίδει ουσιαστική υποστηρικτική βάση – χαρακτηρίζεται από αδυναμία. Ειδικά όταν συζητάμε για την αναπτυξιακή γεωγραφία του συνόλου των Περιφερειών της χώρας.

Αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό, είναι πως η σχεδιαστική αδράνεια, ή η μη πρόβλεψη εξελίξεων από πλευράς της Κυβέρνησης, νομοτελειακά οδηγεί σε σταδιακή εξαύλωση την κάθε δομή παραγωγικής δραστηριότητας -εκτός δημοσίων έργων- καθώς οι εξελίξεις καταδεικνύουν ότι μετά τις κρίσεις χρέους και covid, οι αδύναμες οικονομίες δεν θα έχουν την «πολυτέλεια» να κερδίσουν χρόνο για τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό και επακόλουθο μετασχηματισμό τους.

Οι όποιες κοινές λύσεις – όπως για παράδειγμα το συζητούμενο Ευρωομόλογο για την κάλυψη αμυντικών επενδύσεων και ζημιών εξαιτίας εξ αιτίας των κρίσεων – θα επιφέρουν μόνον βραχυπρόθεσμη στήριξη. Χωρίς δομικές αλλαγές. Σε αντίθεση με τις αναπτυγμένες οικονομίες που θα «κερδίσουν» χρόνο μέσω των νέων «εργαλείων» στήριξης για την επίτευξη του μετασχηματισμού της αναπτυξιακής στόχευσης των χωρών τους.

Η Ουκρανική κρίση ανέδειξε αδυναμία ως προς το γεγονός ότι η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη στόχευση δεν καλύπτεται από εναλλακτικό αμυντικό σενάριο (hedge). Όμως, με το κόστος των πρώτων υλών να έχει εκτιναχθεί σε απαγορευτικά επίπεδα, το αποτέλεσμα είναι ο χρόνος υλοποίησης των μεγάλων έργων -άρα και η θετική μακροπρόθεσμη επίπτωσή τους στο ΑΕΠ- να τίθεται υπό αμφισβήτηση. Όταν εκτός από ενεργειακή κρίση, διαφαίνεται η πιθανότητα στο μέλλον να προκύψει εκ νέου παγκόσμια κρίση ρευστότητας, τότε γίνεται αντιληπτό πως σε κάθε ευκαιρία πρέπει να σχεδιάσουμε στρατηγική μικροανάπτυξης, με ανάδειξη των θετικών αναπτυξιακών ιδιαιτεροτήτων κάθε Περιφέρειας.

Κάθε περιφέρεια έχει τις δικές της αναπτυξιακές και επιχειρηματικές ιδιαιτερότητες. Αν εξαιρέσουμε τα όποια έργα ή επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που εντάσσονται σε μία μερικώς αναποτελεσματική κατανομή του ΕΣΠΑ και των αναπτυξιακών νόμων, προκύπτει ένα μεγάλο κενό στρατηγικής ανάπτυξης αλλά και επιβίωσης. Ειδικά όταν η αναφορά γίνεται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις όπου βάσει έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το κενό χρηματοδότησης στην αγορά μικροδανείων στην Ελλάδα αναμένεται να ανέλθει σε 750 εκ μέχρι το τέλος του 2027. Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών βάσει των οποίων μόνο το 5% εκ των εγγεγραμμένων επιχειρήσεων στο σχετικό μητρώο έχουν δυνατότητα τραπεζικής σχέσης.

Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός των Περιφερειών δεν ακολουθεί συγκεκριμένη στρατηγική στόχευση που να εντάσσεται σε ένα γενικό αναπτυξιακό πλαίσιο. Ειδικά μετά την κρίση χρέους. Αν ανατρέξουμε δε στην περίοδο αυτή όπου τα υπό διάθεση κονδύλια «δεσμεύθηκαν» από την κεντρική Κυβέρνηση, ή ακόμα και πρόσφατα όπου το όριο ανά επιχείρηση χρηματοδότησης μέσω ΕΣΠΑ μειώθηκε από 3εκ ευρώ σε 1 εκ ευρώ, γίνεται αντιληπτός ο λόγος που οι Περιφέρειες πρέπει να αναλάβουν συνολικά την διαχείριση της ανάπτυξής τους. Συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι το πρόβλημα χρηματοδοτήσεων είναι εντονότερο στην Περιφέρεια, η λύση πρέπει να αναζητηθεί σε υβριδικού τύπου χρηματοδοτήσεις, όπως συνδυασμό Δημοτικών ομόλογων και Περιφερειακών χρηματοδοτικών φορέων.

Το τμήμα εκείνο της ανάπτυξης που προσδιορίζεται αυτόνομα από την εξειδικευμένη παραγωγική διαδικασία κάθε Περιφέρειας – ειδικά στις περιπτώσεις των φτωχών Περιφερειών- στην επιλογή στρατηγικής μέχρι την απευθείας χρηματοδότηση επιχειρήσεων και επιχειρηματικών προτάσεων μέσω Περιφερειακών χρηματοδοτικών φορέων -εκτός του τραπεζικού συστήματος- πρέπει να αποτελεί βασικό πυλώνα της προτεινόμενης αναβαθμισμένης αυτονομίας των Περιφερειών και Δήμων.

Οι επακόλουθες επιπτώσεις των συνεχών κρίσεων μας υποχρεώνει να αναδείξουμε γρήγορα αντανακλαστικά και άμεση αναμόρφωση επιμέρους σημείων της αναπτυξιακής πολιτικής. Σε αντίθετη περίπτωση η πραγματικότητα δυστυχώς θα αναδείξει νέα σημεία προσπάθειας κυριαρχίας των ισχυρότερων οικονομικά χωρών. Ποιο συγκεκριμένα εκείνων που έχουν την δομική ισχύ να αναπροσαρμόζουν την παραγωγική τους ικανότητα και στόχευση.

Η εγχώρια οικονομία δεν έχει τέτοια δυνατότητα. Ούτε δίνεται η δυνατότητα ανάδειξης αντίστοιχων προληπτικών πολιτικών. Κατά συνέπεια, ίσως μετά από μία περίοδο όπου τα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης θα δώσουν κάποια ώθηση, οδεύουμε προς νέο σπιράλ στρεβλότητας και κρίση, αν δεν επιλεγούν άμεσα εναλλακτικές στρατηγικές εκτός της πεπατημένης.

Ας μην προσπαθούμε να κρύβουμε την πραγματικότητα κάτω από το «χαλί». Μπαίνουμε σε μία νέα «πολεμική» φάση του οικονομικού κύκλου της Ευρώπης χωρίς να υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο. Την ίδια περίοδο που η πολιτική που θα ασκηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μας επαναφέρει -λανθασμένα -εν μέσω κρίσης σε καθεστώς δημοσιονομικής «προσαρμογής». Εάν δεν υπάρξει ένα “restart” της αναπτυξιακής σκέψης στην χώρα και επαναδιαπραγμάτευση για την κατάργηση του Υπερταμείου, τότε είναι πολύ πιθανό να οδεύουμε προς μία νέα κρίση χρέους εντός της επόμενης πενταετίας.

Ηρακλής Ρούπας, Οικονομολόγος.

Πηγή: mononews.gr