Αφιέρωμα-Ολυμπιακοί Αγώνες: Οι Έλληνες Ολυμπιονίκες 1896

0
68
(Φωτ. Η τελετή έναρξης των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στο Παναθηναϊκό Στάδιο)

 

Σπύρος Λούης

Ένας 24χρονος νερουλάς από το Μαρούσι (γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1872), έμελλε το 1896 να γίνει η κορυφαία φυσιογνωμία των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Σπύρος Λούης δηλώθηκε τελευταία στιγμή στο Μαραθώνιο και νίκησε χάρη στα τεράστια αποθέματα αντοχής που διέθετε. Η νίκη του αυτή αντιμετωπίστηκε σαν εθνική επιτυχία και ο ίδιος έγινε σύμβολο δόξας για όλες τις νεώτερες γενιές.

Υπάρχουν πολλές εκδοχές γύρω από το πώς έλαβε μέρος στην κούρσα. Το σίγουρο είναι πως δεν είχε πάρει μέρος στους αγώνες πρόκρισης που είχαν γίνει και στους οποίους είχαν νικήσει ο κορυφαίος μαραθωνοδρόμος εκείνης της εποχής Χαρίλαος Βασιλάκος και ο Ιωάννης Λαυρέντης. Μια εκδοχή, που κυκλοφόρησε τότε με τη μορφή της φήμης, τον ήθελε να τρέχει και να κερδίζει για να ζητήσει ύστερα χάρη από τον Βασιλιά, επειδή είχε φυλακιστεί ένα δικό του πρόσωπο. Μια άλλη ιστορία, που διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, αλλά μάλλον πρόκειται για φήμη που δεν ευσταθεί, τον ήθελε να τρέχει για χάρη μιας Ελένης, με την οποία ήταν ερωτευμένος, αλλά δεν δέχονταν οι γονείς της τον γάμο. Μάλιστα τη δεκαετία του ”60 γυρίστηκε αυτή η εκδοχή και ταινία στο Χόλιγουντ, με τον τίτλο «Συνέβη στην Αθήνα».

Ωστόσο η πιθανότερη εκδοχή είναι μάλλον πιο απλή. Υπεύθυνος για τη συμμετοχή του Σπύρου Λούη φέρεται ένας ταγματάρχης του Γενικού Επιτελείου, που ονομαζόταν Παπαδιαμαντόπουλος και είχε αναλάβει να δώσει την εκκίνηση στον Μαραθώνιο και στη συνέχεια να ενημερώνει τον Βασιλιά Γεώργιο Α” και τους υπόλοιπους θεατές του Παναθηναϊκού Σταδίου για την εξέλιξη τους κούρσας. Ο Παπαδιαμαντόπουλος ήταν διοικητής του Λούη, όταν υπηρετούσε τη θητεία του και έτσι γνώριζε καλά πως είχε μεγάλη αντοχή στο τρέξιμο. Αυτός τον κάλεσε και με προσωπική του παρέμβαση δηλώθηκε ο Λούης κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή στον Μαραθώνιο. Μάλιστα ο νεαρός Μαρουσιώτης δεν διέθετε ούτε αθλητική περιβολή, ούτε αθλητικά παπούτσια, για τα οποία μάζεψαν συγχωριανοί του 25 δρχ. προκειμένου να τα αγοράσει, και πολύ περισσότερο, δεν διέθετε συγκεκριμένη τακτική. Απλώς έτρεχε, όμως φρόντιζε να τρέχει με σταθερό ρυθμό κι αυτό ήταν τελικά που μέτρησε στην κούρσα της 10ης Απριλίου.

Έλαβαν μέρος 17 δρομείς και σύντομα, αυτοί που έδωσαν από την αρχή ένα γρήγορο τέμπο, παρουσίασαν σημάδια κόπωσης. Οι περισσότεροι εγκατέλειψαν μέχρι τα μισά της διαδρομής, όπως ο Γάλλος Αλμπέ Λερμιζό, που προπορευόταν αλλά δεν άντεξε στην ανηφόρα προς την Παλλήνη. Κάποια στιγμή βρέθηκε μπροστά ο Αυστραλός Έντγουιν Φλακ, αλλά φτάνοντας στα προάστια των Αθηνών, άρχισε κι αυτός να κουράζεται. Τότε ήταν που ο Λούης ανέβασε το ρυθμό του, έφτασε τους πρωτοπόρους και γύρω στο 37ο χιλιόμετρο πέρασε μπροστά και άρχισε να κινείται προς το στάδιο.

Με το που είδε αυτή την εξέλιξη ο Παπαδιαμαντόπουλος, πήγε έφιππος στο στάδιο και ενημέρωσε αμέσως το βασιλικό ζεύγος πως προηγείται Έλληνας. Σε κλάσματα δευτερολέπτου το νέο άρχισε να διαδίδεται, με αποτέλεσμα οι χιλιάδες θεατές να ξεσηκωθούν από ενθουσιασμό. Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Το κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο γνώρισε ανεπανάληπτες στιγμές εθνικού παραληρήματος, όταν ο Λούης έφτασε πρώτος και μπήκε στην τελική ευθεία. Άλλοι έκλαιγαν, άλλοι αγκάλιαζαν τους διπλανούς τους και όλοι μαζί κουνούσαν τις γαλανόλευκες σημαίες με υπερηφάνεια.

Ο Σπύρος Λούης δεν ξανάτρεξε ποτέ, όμως το όνομά του έγινε γνωστό στα πέρατα του κόσμου και στη συνέχεια δέχθηκε τεράστιες προσφορές για την επιτυχία του. Ο ίδιος προτίμησε να πάρει μόνο ένα κάρο κι ένα άλογο για να μεταφέρει πιο εύκολα το νερό στην Αθήνα.

Πολλά χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936, ήταν επίτιμος προσκεκλημένος της ΔΟΕ κι αυτός, την ημέρα της έναρξης των Αγώνων, προχώρησε σε μια κίνηση μέγιστης σημασίας. Όταν ο Αδόλφος Χίτλερ τον κάλεσε κοντά του για να τον χαιρετήσει, ο Σπύρος Λούης, αψηφώντας τον κίνδυνο και μπροστά σε όλο τον κόσμο, του πρόσφερε ένα κλάδο ελιάς, ως σύμβολο της ειρήνης, που ήδη είχε αρχίσει να μπαίνει σε δοκιμασία.

Στις 26 Μαρτίου 1940, λίγες εβδομάδες πριν τα γερμανικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Αθήνα, ο Σπύρος Λούης πέθανε πάμφτωχος στο Μαρούσι, όμως το όνομά του παρέμεινε αθάνατο και ο ίδιος θεωρείται ως μια από τις πιο θρυλικές μορφές των Ολυμπιακών Αγώνων.

Για την ιστορία, ο χρόνος του στον Μαραθώνιο της Αθήνας ήταν 2 ώρες 58:50. Δεύτερος τερμάτισε ο Χαρίλαος Βασιλάκος (3 ώρες 06:03) και τρίτος ο Σπυρίδων Μπελόκας, ο οποίος όμως ακυρώθηκε ύστερα από καταγγελία ότι στα μέσα της διαδρομής είχε ανέβει σ” ένα κάρο! Έτσι η ΔΟΕ αναγνωρίζει ως τρίτο στον Μαραθώνιο του 1896 τον Ούγγρο Γκιούλα Κέλνερ (3 ώρες 09:35).

Παναγιώτης Παρασκευόπουλος

Από τους σημαντικότερους αθλητές της Ελλάδας στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Γεννήθηκε το 1874 στην Παλούμπα της Γορτυνίας και ήταν απόγονος του οπλαρχηγού Πλαπούτα.

Κορυφαίος δισκοβόλος της εποχής, ατύχησε στους Αγώνες της Αθήνας το 1896, καθώς «έπεσε» πάνω στον κορυφαίο ρίπτη του κόσμου εκείνα τα χρόνια, τον Αμερικάνο Ρόμπερτ Γκάρετ, που πήρε το χρυσό μετάλλιο και στον δίσκο και στη σφαίρα, αλλά και το αργυρό στο ύψος και το μήκος κι έτσι αναδείχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες μορφές των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.

Στο αγώνισμα της δισκοβολίας έγινε μεγάλη «μάχη», που προκάλεσε τον θαυμασμό και τις επευφημίες του κοινού. Ο δίσκος ήταν ξύλινος και περιφερειακά καλυμμένος από σίδερο. Ο Γκάρετ, στην τελευταία του προσπάθεια, πέτυχε επίδοση 29.15, που ήταν παγκόσμιο ρεκόρ, αφήνοντας δεύτερο τον Έλληνα πρωταθλητή, με επίδοση 28.95. Τρίτος ήρθε ένας άλλος σημαντικός Έλληνας αθλητής, ο Σωτήρης Βερσής, με επίδοση 27.76.

Μετά το τέλος των Αγώνων και επιστρέφοντας ο Γκάρετ στην Αμερική, αναγνώρισε στο πρόσωπο του Παρασκευόπουλου έναν μεγάλο αντίπαλο κι έναν σπουδαίο αθλητή, τον κορυφαίο της Ευρώπης, όπως είπε. Μάλιστα του έστειλε αργότερα τηλεγράφημα, στο οποίο έλεγε: «Παρασκευόπουλος ενίκησε την Ευρώπη, εγώ δε την υφήλιον».

Ο Παρασκευόπουλος πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1900 στο Παρίσι, όπου ήρθε 4ος στη δισκοβολία (34.04) και 5ος στη σφαιροβολία (11.29). Η τελευταία του εμφάνιση στους στίβους πραγματοποιήθηκε στη Μεσολυμπιάδα του 1906.

Στην καριέρα του κατέρριψε τρεις φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στη σφαιροβολία, με τελευταία επίδοση το 12.27, που πέτυχε σε διεθνείς αγώνες στο Παρίσι το 1903 και δύο φορές το πανελλήνιο ρεκόρ στη δισκοβολία, με τελευταία επίδοση το 34.15, που πέτυχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1900.

Γιατρός στο επάγγελμα, αργότερα πήγε στο Παρίσι όπου έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη μικροβιολογία. Μετά τον Β” Παγκόσμιο Πόλεμο, αποσύρθηκε στο χωριό της γυναίκας του, στους Καρουσάδες της Κέρκυρας, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πέθανε το 1956.

 

Χαρίλαος Βασιλάκος

Η μεγάλη και απρόσμενη επιτυχία του Σπύρου Λούη στο Μαραθώνιο της Αθήνας το 1896, είχε ως αποτέλεσμα να γνωρίζουν λίγοι σήμερα το όνομα του Χαρίλαου Βασιλάκου. Κι όμως υπήρξε ο κορυφαίος δρομέας μεγάλων αποστάσεων την εποχή εκείνη και φαβορί για το χρυσό μετάλλιο στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Γεννήθηκε το 1877 στην Τρίπολη. Μετακόμισε στην Αθήνα για σπουδές και παράλληλα εντάχθηκε ως αθλητής στον Πανελλήνιο Γ.Σ. Μάλιστα υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους στο αγώνισμα του βάδην. Στους Πανελλήνιους Αγώνες που έγιναν το 1896 και ήταν οι προκριματικοί για τους Ολυμπιακούς πήρε με άνεση την πρώτη θέση, γι” αυτό και στους Αγώνες της Αθήνας, πριν από την εκκίνηση του Μαραθώνιου, όλες οι ελπίδες της Ελλάδας για ένα μετάλλιο είχαν εστιαστεί πάνω του.

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ακολούθησε εξαιρετικά σωστή τακτική. Ξεκίνησε συντηρητικά, τήρησε στάση αναμονής και βρισκόταν σταθερά στο γκρουπ των πρωτοπόρων. Σύμφωνα όμως με κάποιες μαρτυρίες, αναγκάστηκε να καθυστερήσει κοντά στο Χαρβάτι, επειδή ο δρόμος είχε κλείσει από κόσμο. Αν ισχύει αυτό, τότε μάλλον αυτή η καθυστέρηση ήταν καθοριστική για την έκβαση της κούρσας.

Τελικά, ο Βασιλάκος μπήκε δεύτερος στο Παναθηναϊκό Στάδιο, πίσω από τον Σπύρο Λούη, και πήρε το ασημένιο μετάλλιο με χρόνο 3 ώρες 06:03. Τα επόμενα χρόνια ο ίδιος αρνιόταν να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στον Μαραθώνιο της Αθήνας. Στο Μουσείο της Ολυμπίας υπάρχει σήμερα η δάφνη, με την οποία τον στεφάνωσε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α”.

Υπήρξε ευγενέστατος άνθρωπος και αδαμάντινος χαρακτήρας, ενώ όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για υπόδειγμα εντιμότητας. Πέθανε στην Αθήνα το 1969.

 

Μιλτιάδης Γούσκος

Ο Μιλτιάδης Γούσκος γεννήθηκε το 1874 στη Ζάκυνθο. Υπήρξε αθλητής του Πανελλήνιου Γ.Σ. και ως σφαιροβόλος πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896.

Όπως ο Παναγιώτης Παρασκευόπουλος στη δισκοβολία, έτσι κι αυτός στη σφαιροβολία, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον κορυφαίο ρίπτη του κόσμου εκείνη την εποχή, τον Αμερικανό Ρόμπερτ Γκάρετ. Κατά τη διάρκεια του τελικού έγινε κάτι που έχει περάσει στην ιστορία ως ένα από τα πρώτα λαμπρά παραδείγματα τήρησης του «ευ αγωνίζεσθαι». Ο Γούσκος είχε εκπληκτική δύναμη, αλλά δεν διέθετε καλή τεχνική κι έριχνε τη σφαίρα με λάθος τρόπο. Μετά από μια κακή προσπάθεια, ο Γκάρετ τον πλησίασε και του έδειξε πώς να ρίχνει για να πάει η σφαίρα πιο μακριά. Έτσι, στην αμέσως επόμενη προσπάθεια ο Γούσκος πέτυχε επίδοση καλύτερη από αυτή του Αμερικανού πρωταθλητή, ο οποίος πήγε αμέσως κοντά του και του έδωσε συγχαρητήρια, γεγονός που έκανε μεγάλη αίσθηση στον κόσμο και σχολιάστηκε εκτενώς από τον Τύπο.

Όμως ο Γκάρετ ήταν πραγματικά σπουδαίος ρίπτης και κατάφερε στη συνέχεια να ρίξει 11.22. Ξεπέρασε τον Γούσκο, που είχε ρίξει 11.03, και πήρε το χρυσό μετάλλιο, αφήνοντας στον Έλληνα αθλητή το αργυρό. Τρίτος ήρθε ένας άλλος Έλληνας, ο Γιώργος Παπασιδέρης, με 10.36. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και μια ημέρα νωρίτερα στη δισκοβολία, όπου με την τελευταία προσπάθεια ο Γκάρετ πέρασε τον Παναγιώτη Παρασκευόπουλο και πήρε άλλο ένα χρυσό μετάλλιο.

Ο Γούσκος, που είχε έρθει πρώτος στα Τήνια το 1892, κατέρριψε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας δύο φορές το πανελλήνιο ρεκόρ. Δυστυχώς έφυγε νέος από τη ζωή. Το 1904 ταξίδεψε στην Ινδία, έπαθε δηλητηρίαση και πέθανε εκεί σε ηλικία 30 ετών.

 

Ιωάννης Περσάκης

Γεννήθηκε το 1877 στην Αθήνα και υπήρξε αθλητής-σύμβολο για τον ελληνικό στίβο. Ανήκε στον Πανελλήνιο Γ.Σ. και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896 πήρε μέρος στο τριπλούν. Εκεί όμως κυριαρχούσε η μορφή του μεγάλου Αμερικανού άλτη Τζέιμς Κόνολι, που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο με άλμα 13.71. Δεύτερος ήρθε ο Γάλλος Αλεξάντρ Τουφέρ με άλμα 12.70 και τρίτος ο Περσάκης με άλμα 12.52, που ήταν και πανελλήνιο ρεκόρ. Επιτυχία που καταχειροκροτήθηκε από το κατάμεστο Παναθηναϊκό στάδιο.

Το τριπλούν διεξήχθη στις 6 Απριλίου (25 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο), δηλαδή την πρώτη ημέρα των Αγώνων και ήταν το πρώτο αγώνισμα που ολοκληρώθηκε, άρα ο Κόνολι ήταν ο πρώτος Ολυμπιονίκης της σύγχρονης εποχής. Από τη στιγμή που η ΔΟΕ αναγνώρισε την τρίτη θέση ως χάλκινο μετάλλιο, ο Ιωάννης Περσάκης πέρασε στην ιστορία ως ο πρώτος Έλληνας αθλητής που κατέκτησε κάποιο μετάλλιο στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες. Χρονικά το πρώτο χρυσό μετάλλιο, από πλευράς Ελλήνων αθλητών, κατέκτησε ο Λεωνίδας Πύργος στην ξιφασκία, η οποία δεν διεξήχθη στο Παναθηναϊκό στάδιο, αλλά στο Ζάππειο.

Στους αγώνες της Αθήνας έλαβε μέρος και ο αδελφός του Πέτρος, ο οποίος ήρθε τρίτος στους κρίκους της γυμναστικής. Ο Περσάκης υπήρξε πολύ δημοφιλής στην εποχή του, ιδιαίτερα στο… γυναικείο κοινό. Λόγω της ομορφιάς του, ο Τύπος της εποχής τον παρομοίαζε με «αρχαίο Έλληνα Θεό». Στους 1ους Πανελλήνιους Αγώνες πέτυχε άλμα 12.44μ. κι αυτή είναι η πρώτη επίσημη επίδοση στο τριπλούν.

Επαγγελματικά εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα και έγινε ανώτερος υπάλληλος. Πέθανε το 1943.

 

Δημήτριος Γολέμης

Στην εποχή του ο Δημήτριος Γολέμης υπήρξε από τους κορυφαίους Έλληνες αθλητές μεσαίων αποστάσεων. Γεννήθηκε το 1877 στη Λευκάδα, ανήκε στον Αθλητικό Όμιλο Αθηνών και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, έλαβε μέρος σε δύο κούρσες.

Η διάκριση ήρθε στα 800μ. Λίγο καιρό νωρίτερα, στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα, που αποτελούσε και αγώνα πρόκρισης για τους Ολυμπιακούς, ο Γολέμης είχε έρθει δεύτερος, πίσω από τον Άγγελο Φέτση. Όμως στην προκριματική κούρσα των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ο μόνος Έλληνας που κατάφερε να προκριθεί, με χρόνο 2:16.8. Στον τελικό πήρε την 3η θέση με χρόνο 2:28.00, αν και η επίδοση αυτή δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Πρώτος τερμάτισε το μεγάλο φαβορί του αγωνίσματος, ο Αυστραλός Έντγουιν Φλακ με χρόνο 2:11.00 και δεύτερος ο Ούγγρος Νάντορ Ντάνι με χρόνο 2:11.80.

Ο Φλακ πέτυχε το «νταμπλ» στους Αγώνες της Αθήνας, καθώς νίκησε και στα 1.500μ., όπου συμμετείχε και ο Γολέμης, αλλά τερμάτισε 6ος. Τα επόμενα χρόνια πέτυχε νίκες σε Πανελλήνιους αγώνες και το 1899 κατέρριψε το πανελλήνιο ρεκόρ στα 800μ., πετυχαίνοντας χρόνο 2:15.20.

 

Γεώργιος Παπασιδέρης

Ο Γεώργιος Παπασιδέρης γεννήθηκε το 1876 στο Κορωπί, ήταν αθλητής του Εθνικού Γ.Σ. και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας μετείχε σε δύο διαφορετικά αθλήματα και τρία διαφορετικά αγωνίσματα.

Η διάκριση ήρθε στον στίβο και συγκεκριμένα στη σφαιροβολία, όπου κατέκτησε την 3η θέση με 10.36, πίσω από τον ανίκητο Αμερικανό ρίπτη Ρόμπερτ Γκάρετ, που είχε επίδοση 11.22 και τον Έλληνα Μιλτιάδη Γούσκο, που είχε επίδοση 11.03. Έτσι, η ΔΟΕ του αναγνωρίζει το χάλκινο μετάλλιο.

Στο στίβο ο Παπασιδέρης αγωνίστηκε και στη δισκοβολία, όπου κατετάγη 5ος, ενώ πήρε μέρος και στην άρση βαρών με δύο χέρια, όπου κατετάγη 4ος. Το όνομά του εμφανίζεται στα αρχεία της ΔΟΕ και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1900 στο Παρίσι, όπου φαίνεται ότι πήρε μέρος στη δισκοβολία, μπήκε στον τελικό και με επίδοση 34.04 κατετάγη 4ος, όμως στα ελληνικά αρχεία δεν υπάρχει αυτή η συμμετοχή.

Στο επάγγελμα ήταν δημόσιος υπάλληλος και υπήρξε γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών.

 

Ευάγγελος Δαμάσκος

Η πληροφορία που φτάνει στις μέρες μας θέλει τον Ευάγγελο Δαμάσκο, μαθητή τότε της Ριζαρείου Σχολής, να παίρνει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, περισσότερο για τη συμμετοχή και για την εμπειρία. Άλλωστε εκ των προτέρων φαινόταν πως δεν είχε πολλά περιθώρια διάκρισης, καθώς στο αγώνισμα του στίβου στο οποίο μετείχε, κυριαρχούσαν οι Αμερικανοί αθλητές. Το άλμα επί κοντώ και η τεχνική του είχε ήδη εξελιχτεί στις Η.Π.Α., ενώ στην Ελλάδα βρισκόταν ακόμη σε… νηπιακή κατάσταση.

Το ευτύχημα για τον Δαμάσκο ήταν πως από τους Αμερικανούς αθλητές που είχαν δηλώσει συμμετοχή, εμφανίστηκαν στην Αθήνα μόνο δύο, οι οποίοι πήραν τις δύο πρώτες θέσεις. Ο Γουίλιαμ Χόιτ που πέρασε το 3.30 και ο Άλμπερτ Τάιλερ που πέρασε το 3.20. Η τρίτη θέση, που αργότερα αναγνωρίστηκε από τη ΔΟΕ ως χάλκινο μετάλλιο, έμεινε ανοιχτή για τους Έλληνες αθλητές και την κατέκτησαν δύο, που πέρασαν το 2.60. Ο Δαμάσκος και ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος, ενώ στην πέμπτη θέση έμεινε ο Ξυδάς με 2.40.

Ο Ευάγγελος Δαμάσκος γεννήθηκε στο Μενίδι, ήταν αθλητής του Εθνικού Γ.Σ. και ακολούθησε το επάγγελμα του καθηγητή των θρησκευτικών. Λίγο καιρό μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες κατέρριψε το πανελλήνιο ρεκόρ στο αγώνισμα, με άλμα 2.90.

 

Ιωάννης Θεοδωρόπουλος

Για πολλά χρόνια, ουδείς στην Ελλάδα θεωρούσε Ολυμπιονίκη τον Γιάννη Θεοδωρόπουλο και είναι γεγονός πως οι επιδόσεις του ποικίλουν στις βιβλιογραφίες. Το σίγουρο είναι ότι στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, πήρε μέρος στο στίβο και συγκεκριμένα στο άλμα επί κοντώ. Ένα αγώνισμα στο οποίο κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή οι Αμερικανοί αθλητές, οι οποίοι και κατέκτησαν τις δύο πρώτες θέσεις. Ο Γουίλιαμ Χόιτ, που πέρασε το 3.30, πήρε το χρυσό μετάλλιο και ο Άλμπερτ Τάιλερ, που πέρασε το 3.20, πήρε το αργυρό.

Η τρίτη θέση έμεινε ανοιχτή για τους Έλληνες αθλητές κι εδώ είναι που προκύπτουν οι διαφωνίες μεταξύ των ιστορικών. Ο Γερμανός Φόλκερ Κλούγκε τη δίνει μόνο στον Ευάγγελο Δαμάσκο με 2.90, αφήνοντας στην 4η θέση τον Θεοδωρόπουλο με 2.75. Ο Βρετανός Ντέιβιντ Μίλερ δίνει την τρίτη θέση και στους τρεις Έλληνες αθλητές, τον Δαμάσκο, τον Θεοδωρόπουλο και τον Ξυδά με 2.60. Ωστόσο, κι αυτό είναι το σημαντικό, τόσο η ΔΟΕ όσο και η IAAF, δίνουν το χάλκινο μετάλλιο από κοινού σε Δαμάσκο και Θεοδωρόπουλο με 2.60 και την πέμπτη θέση στον Ξυδά με 2.40. Όπως είναι φυσικό, η ΕΟΕ υιοθέτησε αυτό που αναφέρει η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή και η Παγκόσμια Ομοσπονδία Στίβου, οπότε ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος αναγνωρίζεται στις μέρες μας ως «χάλκινος» Ολυμπιονίκης του 1896.


Ιωάννης Μητρόπουλος

Ο Ιωάννης Μητρόπουλος γεννήθηκε το 1874 στην Αθήνα. Ήταν φοιτητής της Νομικής και αθλητής της γυμναστικής στον Εθνικό Γ.Σ., όταν πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896. Εκεί αποδείχτηκε ασυναγώνιστος στους κρίκους, όπου νίκησε τον κορυφαίο Γερμανό γυμναστή Χέρμαν Βεϊνγκάρτνερ και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο. Τρίτος ήταν ο Πέτρος Περσάκης.

Χρονικά ήταν το πρώτο χρυσό που κατέκτησε η Ελλάδα το 1896 μέσα στο Παναθηναϊκό στάδιο, αφού τα χρυσά που είχε πάρει μέχρι τότε, ήταν σε άλλους χώρους.

Ακόμη, ο Μητρόπουλος πήρε την 3η θέση ως μέλος της ομάδας του Εθνικού Γ.Σ. στο δίζυγο ομαδικό. Πολλά χρόνια αργότερα η ΔΟΕ αναγνώρισε αυτή την κατάταξη ως χάλκινο μετάλλιο.

Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες διέπρεψε ως δικηγόρος και έγινε διδάκτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών.

 

Νικόλαος Ανδριακόπουλος

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, υπήρξαν αγωνίσματα που δεν ξανάγιναν τα επόμενα χρόνια. Ένα από αυτά ήταν στη γυμναστική και λεγόταν αναρρίχηση επί κάλω, δηλαδή αναρρίχηση σε καραβόσχοινο, το οποίο ήταν ύψους 14 μέτρων και κρεμόταν κάθετα από έναν ιστό. Σ” αυτό το αγώνισμα λοιπόν, το χρυσό μετάλλιο κατέκτησε ένας Έλληνας, ο Νίκος Ανδριακόπουλος.

Γεννήθηκε το 1878 στην Πάτρα και όταν πήρε μέρος στους Αγώνες, ήταν ακόμη μαθητής του Γυμνασίου. Είχε καταφέρει όμως εκείνη τη χρονιά να νικήσει στους Πανελλήνιους Αγώνες ως αθλητής του Παναχαϊκού Γ.Σ. κι έτσι πήρε την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς.

Οι κανονισμοί του αγωνίσματος προέβλεπαν την αναρρίχηση χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια και όχι τα πόδια, τα οποία έπρεπε να παραμένουν τεντωμένα μέχρι τέλος. Ο νικητής όφειλε να φτάσει μέχρι την κορυφή και αν ήταν περισσότεροι από ένας, τότε μετρούσε ο καλύτερος χρόνος. Στους Αγώνες της Αθήνας ο Ανδριακόπουλος και ο Θωμάς Ξενάκης ήταν οι μόνοι που κατάφεραν να αναρριχηθούν μέχρι πάνω και ο πρώτος είχε καλύτερο χρόνο 23 δεύτερα και 4 δέκατα. Έτσι πήρε το χρυσό μετάλλιο. Τρίτος ήταν ο Γερμανός Φριτζ Χόφμαν.

Σύμφωνα με τα αρχεία της ΔΟΕ, ο Ανδριακόπουλος ήταν και μέλος της ομάδας γυμναστικής του Πανελλήνιου Γ.Σ., που κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στο δίζυγο ομαδικό

 

Θωμάς Ξενάκης

Αθλητής της γυμναστικής ο Θωμάς Ξενάκης, δεν είναι γνωστό το έτος γέννησής του, είναι όμως γνωστό ότι καταγόταν από τη Νάξο. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, υπήρξαν αγωνίσματα που δεν ξανάγιναν τα επόμενα χρόνια. Ένα από αυτά ήταν στη γυμναστική και λεγόταν αναρρίχηση επί κάλω, δηλαδή αναρρίχηση σε καραβόσχοινο, το οποίο ήταν ύψους 14 μέτρων και κρεμόταν κάθετα από έναν ιστό. Οι γυμναστές έπρεπε να το ανεβούν μέχρι πάνω χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια και από εκεί και πέρα, για όσους το είχαν καταφέρει, μετρούσε ο καλύτερος χρόνος.

Σ” αυτό το αγώνισμα υπήρξε διπλός ελληνικός θρίαμβος. Ο Νίκος Ανδριακόπουλος και ο Θωμάς Ξενάκης ήταν οι μόνοι που κατάφεραν να αναρριχηθούν ως την κορυφή, γεγονός που προκάλεσε τον ενθουσιασμό στο αθηναϊκό κοινό. Ο Ανδριακόπουλος είχε τον καλύτερο χρόνο (23.4) και πήρε το χρυσό, με τον Ξενάκη να παίρνει το αργυρό. Τρίτος ήταν ο Γερμανός Φριτζ Χόφμαν.

Σύμφωνα με τα αρχεία της ΔΟΕ, ο Θωμάς Ξενάκης ήταν μέλος της ομάδας γυμναστικής του Πανελλήνιου Γ.Σ., που κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στο δίζυγο ομαδικό. Τα επόμενα χρόνια έφυγε από την Ελλάδα και πήγε να ζήσει μόνιμα στις Η.Π.Α.

 

Πέτρος Περσάκης

Ο Πέτρος Περσάκης γεννήθηκε το 1879 στην Αθήνα και ήταν ακόμη μαθητής του γυμνασίου όταν πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1896. Από τους καλύτερους Έλληνες αθλητές της γυμναστικής, κατέκτησε την τρίτη θέση στους κρίκους, πίσω από τον Ιωάννη Μητρόπουλο και τον Γερμανό πρωταθλητή Χέρμαν Βεϊνγκάρτνερ.

Σύμφωνα με τα αρχεία της ΔΟΕ, ο Πέτρος Περσάκης ήταν μέλος της ομάδας γυμναστικής του Πανελλήνιου Γ.Σ., που κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στο δίζυγο ομαδικό. Στους αγώνες της Αθήνας έλαβε μέρος και ο αδελφός του Γιάννης, ο οποίος ήρθε τρίτος στο τριπλούν.

Τα επόμενα χρόνια είχε κι άλλες διακρίσεις και θα μπορούσε να ήταν ένα από τα φαβορί για το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1900, αλλά δυστυχώς γι” αυτόν, στο Παρίσι υπήρχε μόνο το σύνθετο ατομικό στο πρόγραμμα της γυμναστικής και όχι οι κρίκοι ως ξεχωριστό αγώνισμα κι έτσι δεν μετείχε στην ελληνική αποστολή. Έλαβε μέρος και στη Μεσολυμπιάδα του 1906.

 

Αριστόβουλος Πετμεζάς

Ο Αριστόβουλος Πετμεζάς γεννήθηκε στα Καλάβρυτα και ήταν αθλητής του Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου Πατρών. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, πήρε μέρος στη γυμναστική και στο μονόζυγο κατέκτησε την τρίτη θέση, πίσω από δύο σπουδαίους Γερμανούς αθλητές, τον Χέρμαν Βεϊνγκάρτνερ και τον Άλφρεντ Φλάτοου. Σύμφωνα με τον Θέμο Άννινο, στο μονόζυγο μετείχαν συνολικά 17 γυμναστές και ο Πετμεζάς ήταν ο μοναδικός Έλληνας, στοιχείο που δίνει ακόμη μεγαλύτερη αξία στην επιτυχία του.

Σε κάποια αρχεία ξένων ιστορικών, το όνομά του εμφανίζεται στη λατινική γραφή ως Πετ Μεσάς κι αυτό προκαλούσε σύγχυση, με αποτέλεσμα να μην αποδίδουν στον Αριστόβουλο Πετμεζά το χάλκινο μετάλλιο του μονόζυγου, κάτι που είναι λάθος.

Άλλοι ιστορικοί τον εμφανίζουν να έχει πάρει μέρος και στο άλμα εις ύψος, αλλά και εδώ επικρατεί σύγχυση, καθώς τον έχουν στην τρίτη θέση και κατ” επέκταση του αποδίδουν το χάλκινο μετάλλιο, κάτι που επίσης είναι λάθος, καθώς υπήρξαν δύο αθλητές στη δεύτερη θέση και επομένως δεν υπάρχει χάλκινο στο συγκεκριμένο αγώνισμα, αλλά δύο αργυρά, που δόθηκαν στους Αμερικανούς Τζέιμς Κόνολι και Ρόμπερτ Γκάρετ. Το χρυσό κατέκτησε ο επίσης Αμερικανός Έλερι Κλαρκ.

Από εκεί και πέρα, το σίγουρο είναι ότι ο Πετμεζάς μετείχε στη γυμναστική και στον ίππο, όπου πήρε την 4η θέση, ενώ αγωνίστηκε και στην σκοποβολή, στο ελεύθερο πιστόλι, αλλά χωρίς να πετύχει διάκριση.

 

Δημήτριος Λούνδρας

Από τους αθλητές του Εθνικού Γ.Σ., που πήρε την τρίτη θέση στο δίζυγο ομαδικό της γυμναστικής, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, ειδική μνεία πρέπει να γίνει στον Δημήτριο Λούνδρα. Κι αυτό γιατί διεκδικεί τον τίτλο του μικρότερου σε ηλικία αθλητή που κατέκτησε μετάλλιο, στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων.

Το 1896 δόθηκαν μόνο χρυσά και αργυρά μετάλλια. Το θέμα με την ηλικία του προέκυψε μερικά χρόνια αργότερα, όταν η τρίτη θέση αναγνωρίστηκε από τη ΔΟΕ ως χάλκινο μετάλλιο. Ο Λούνδρας γεννήθηκε το 1885 κι έτσι στους Αγώνες της Αθήνας δεν είχε κλείσει τα 11 έτη της ηλικίας του. Για την ακρίβεια, την ημέρα που αγωνίστηκε ήταν 10 ετών και 218 ημερών.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Παρίσι, συνέβη το εξής περιστατικό. Στην κωπηλασία, η δίκωπος της Ολλανδίας αναγκάστηκε τελευταία στιγμή να αλλάξει τον πηδαλιούχο της, γιατί ήταν υπέρβαρος. Στη θέση του έβαλαν έναν μικρόσωμο Γάλλο, που τον βρήκαν εκείνη τη στιγμή να κάθεται και να παρακολουθεί τους Αγώνες. Η ολλανδική δίκωπος κατέκτησε τελικά το χρυσό μετάλλιο, αλλά αμέσως μετά τον αγώνα ο νεαρός αυτός εξαφανίστηκε και δεν βρέθηκε ποτέ, παρ” όλο που τα μετέπειτα χρόνια αναζητήθηκε ακόμη και μέσω των εφημερίδων. Γι” αυτό και πέρασε στην ιστορία ως ο «ανώνυμος νικητής».

Η φωτογραφία που τραβήχτηκε τη στιγμή της απονομής είναι το μόνο στοιχείο που υπάρχει γύρω από τη συμμετοχή του κι εκεί φαίνεται πως ήταν ένα ψηλόλιγνο παιδί, από 7 έως 12 ετών. Επομένως μπορεί να κατέχει το ρεκόρ του μικρότερου σε ηλικία Ολυμπιονίκη στην ιστορία του Ολυμπιακών Αγώνων. Μπορεί όμως να ήταν, έστω και για λίγες ημέρες, μεγαλύτερος από τον Λούνδρα, οπότε ανήκει στον Έλληνα αθλητή αυτό το ρεκόρ. Είναι κάτι που δεν θα γίνει ποτέ γνωστό.

Ο Δημήτριος Λούνδρας ακολούθησε το δρόμο του στρατιωτικού. Τα μετέπειτα χρόνια διέγραψε σπουδαία καριέρα στο Πολεμικό Ναυτικό και έφτασε μέχρι το βαθμό του Ναυάρχου. Έλαβε μέρος σε πολέμους και παρασημοφορήθηκε. Πέθανε το 1971.

 

Πανελλήνιος Γ.Σ.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, η γυμναστική ήταν το μοναδικό άθλημα που περιελάμβανε και ομαδικά αγωνίσματα. Στο δίζυγο ομαδικό η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε με δύο ομάδες, τον Πανελλήνιο Γ.Σ. και τον Εθνικό Γ.Σ., οι οποίες κατέλαβαν τη δεύτερη και την τρίτη θέση αντίστοιχα, πίσω από τη Γερμανία, που με αθλητές όπως ο Καρλ Σούμαν, ο Χέρμαν Βεϊνγκάρτνερ και ο Άλφρεντ Φλάτοου «σάρωσε» τα μετάλλια στα ατομικά αγωνίσματα.

Δυστυχώς, παρά τις επί σειρά ετών έρευνες, η πλήρης σύνθεση των ομάδων καλύπτεται από… πέπλο μυστηρίου. Ιστορικοί της εποχής υποστηρίζουν ότι ο Πανελλήνιος Γ.Σ. παρατάχθηκε με 35 αθλητές, ωστόσο η ΔΟΕ αναφέρει μόνο τέσσερις που κατέκτησαν το αργυρό μετάλλιο, και συγκεκριμένα τον Σπύρο Αθανασόπουλο, προπονητή και δημιουργό αυτής της ομάδας, τον Νίκο Ανδριακόπουλο, που πήρε το χρυσό μετάλλιο στην αναρρίχηση επί κάλω, τον Πέτρο Περσάκη, που πήρε το χάλκινο μετάλλιο στους κρίκους και τον Θωμά Ξενάκη, που πήρε το αργυρό μετάλλιο στην αναρρίχηση επί κάλω.

 

Εθνικός Γ.Σ.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896, η γυμναστική ήταν το μοναδικό άθλημα που περιελάμβανε και ομαδικά αγωνίσματα. Στο δίζυγο ομαδικό η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε με δύο ομάδες, τον Πανελλήνιο Γ.Σ. και τον Εθνικό Γ.Σ., οι οποίες κατέλαβαν τη δεύτερη και την τρίτη θέση αντίστοιχα, πίσω από τη Γερμανία, που με αθλητές όπως ο Καρλ Σούμαν, ο Χέρμαν Βεϊνγκάρτνερ και ο Άλφρεντ Φλάτοου «σάρωσε» τα μετάλλια στα ατομικά αγωνίσματα.

Δυστυχώς, παρά τις επί σειρά ετών έρευνες, η πλήρης σύνθεση των ομάδων καλύπτεται από… πέπλο μυστηρίου. Ιστορικοί της εποχής υποστηρίζουν ότι ο Εθνικός Γ.Σ. παρατάχθηκε με 18 αθλητές, κυρίως έφηβους, ωστόσο η ΔΟΕ αναφέρει μόνο τέσσερις που κατέκτησαν το χάλκινο μετάλλιο, και συγκεκριμένα τον Ιωάννη Χρυσάφη, ο οποίος ήταν προπονητής αυτής της ομάδας, αλλά και ο άνθρωπος που τον 19ο αιώνα έφερε τη σουηδική γυμναστική στην Ελλάδα, τον Ιωάννη Μητρόπουλο, που πήρε το χρυσό μετάλλιο στους κρίκους, τον Φίλιππο Καρβελά, που ήταν τότε 17 ετών και αργότερα έγινε γυμναστής της ομάδας, και τον 11χρονο Δημήτριο Λούνδρα, που διεκδικεί τον τίτλο του μικρότερου σε ηλικία αθλητή που κατέκτησε μετάλλιο, στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Ιωάννης Χρυσάφης διετέλεσε αρχηγός της ελληνικής αποστολής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 1908 και σε αυτούς της Αμβέρσας το 1920.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ